κηφηνώδης
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ες,
A like (that of) a drone, ἐπιθυμία Pl.R.554b; of theories, useless, otiose, Cleom.2.1; of a person, κ. καὶ γέρων γενόμενος Phld.Mort.38.
German (Pape)
[Seite 1436] ες, drohnenartig; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 b; τὸν τρόπον Ael. H. A. 1, 10. Vgl. κηφήν.
Greek (Liddell-Scott)
κηφηνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κηφῆνα, Πλάτ. Πολ. 554Β.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 de frelon, semblable à un frelon;
2 p. suite inutile.
Étymologie: κηφήν, -ωδης.
Greek Monolingual
κηφηνώδης, -ῶδες (Α) κηφήν
1. αυτός που μοιάζει με κηφήνα («κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι», Πλάτ.)
2. (για θεωρίες) ανάξιος λόγου, άχρηστος, ανωφελής
3. (για πρόσ.) αργός, νωθρός («κηφηνώδης καὶ γέρων γενόμενος», Φιλόδ.).
Greek Monotonic
κηφηνώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με κηφήνα, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηφηνώδης -ες [κηφήν] als van een dar.
Russian (Dvoretsky)
κηφηνώδης: трутнеобразный, ведущий себя подобно трутню (ἐπιθυμίαι Plat.).