ἀΐστωρ

From LSJ
Revision as of 15:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀΐστωρ Medium diacritics: ἀΐστωρ Low diacritics: αΐστωρ Capitals: ΑΪΣΤΩΡ
Transliteration A: aḯstōr Transliteration B: aistōr Transliteration C: aistor Beta Code: a)i/+stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ,

   A unknowing, unaware, ἀΐστωρ ὢν αὐτός Pl.Lg. 845b : c. gen., μάχης E.Andr.682.

German (Pape)

[Seite 62] ορος (οἶδα), unwissend, unkundig, ὅπλων καὶ μάχης Eur. Andr. 683; Plat. Legg. VIII, 845 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ἀγνοῶν, ἀμαθής, ἄπειρος, μὴ ἔχων συνείδησίν τινος, ἀΐστωρ ὤν αὐτός, Πλάτ. Νόμ. 845Β· τινός, ὡς πρός τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ἀνδρ. 682.

French (Bailly abrégé)

ωρ, ορ ; gén. ορος;
qui ne sait pas, gén..
Étymologie: ἀ, ἵστωρ.

Greek Monotonic

ἀΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ (α- στερητικό, εἰδέναι), αυτός που αγνοεί κάτι, απληροφόρητος, αυτός που δεν έχει συνείδηση για κάτι, σε Πλάτ.· τινός, ενός πράγματος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀΐστωρ: ορος adj. незнающий, несведущий (ὅπλων καὶ μάχης Eur.): ἀ. ὤν Plat. не зная.