ἀΐδηλος

From LSJ
Revision as of 15:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀΐδηλος Medium diacritics: ἀΐδηλος Low diacritics: αΐδηλος Capitals: ΑΪΔΗΛΟΣ
Transliteration A: aḯdēlos Transliteration B: aidēlos Transliteration C: aidilos Beta Code: a)i/+dhlos

English (LSJ)

[ῐ], Dor. ἀΐδᾱλος, ον, (ἀ- priv., Φιδεῖν)

   A making unseen, annihilating, destructive: in Hom., as epith. of Ares and Athena, Il.5.897,880; πῦρ ἀ. 2.455, al., Emp.109; ἠελίοιο ἔργ' ἀΐδηλα Parm.10.3; ἀΐδαλος τύχα Epigr.Gr.240.5 (Smyrna); ἄτη Opp.H.2.487; πότμος ib.1.150. Adv. -λως, = ὀλεθρίως, Il.21.220.    II Pass., unseen, unknown, obscure, v.l. in Il.2.318, cf. Hes.Op.756, A.R.1.102, al.; unforeseen, ib.298; formless,4.681; unsubstantial, φρίκη Nic. Th.727; as epith. of Hades, dark, gloomy, S.Aj.608 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀΐδηλος: [ῐ], Δωρ. ἀΐδᾱλος, ον, (α στερητ. Fιδεῖν) = ὁ καθιστῶν τι ἀόρατον, ὁ ἐξαφανίζων, καταστρέφων· (πρβλ. ἀφανίζω): οὕτω πάντοτε παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, τῆς Ἀθηνᾶς, κτλ. Ἰλ. Ε. 897· ἀλλὰ πρὸ πάντων ἐπὶ τοῦ πυρός· Β. 455 κτλ.: - μεταγεν. τύχα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3328. 5· Ὀππ. Ἁλ. 2. 487· πότμος, αὐτόθι 1. 150· ἀΐδαλος τύχα, Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 200. - Ἐπίρρ. -λως, = ὀλεθρίως, Ἰλ. Φ. 220. ΙΙ. παθ. ἀόρατος, ἄγνωστος, σκοτεινός, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 754. Παρμενίδ. 135· - ὡς ἐπίθ. τοῦ ᾍδου εἴτε ἐν τῇ Ὁμηρ. σημασ., εἴτε = σκοτεινός, ἀμαυρός, Σοφ. Αἴ. 608 (λυρ.) - Λέξις ποιητ. περὶ ἧς ἴδε Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ. - πρβλ. ἀΐζηλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui rend invisible, qui fait disparaître, destructeur;
2 sombre, obscur.
Étymologie: ἀ, ἰδεῖν.

Greek Monotonic

ἀΐδηλος: [ῐ], Δωρ. -ᾱλος, -ον (*εἴδω),
I. αυτός που κάνει κάτι αόρατο, καταστρεπτικός, καταστροφικός, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. -λως = ὀλεθρίως, στο ίδ.
II. Παθ., αόρατος, άγνωστος, σκοτεινός, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀΐδηλος: дор. ἀΐδᾱλος 2 (ῐ)
1) делающий невидимым, т. е. губительный (πῦρ, Ἄρης, ἀνήρ Hom.);
2) невидимый, неведомый, таинственный (ἱερά Hes.);
3) мрачный (Ἃιδης Soph.).