διανέω

From LSJ
Revision as of 18:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανέω Medium diacritics: διανέω Low diacritics: διανέω Capitals: ΔΙΑΝΕΩ
Transliteration A: dianéō Transliteration B: dianeō Transliteration C: dianeo Beta Code: diane/w

English (LSJ)

   A swim across, ἐς Σαλαμῖνα Hdt.8.89; τὸν Τίγρητα Luc.Hist. Conscr.19.    II c. acc., swim through, i.e. get safe through, δ. πέλαγος λόγων Pl.Prm.137a, cf. R.441c; ποταμόν Ael.NA3.6.    III metaph. in Med., filter through, c. gen., Marc.Sid.76.

German (Pape)

[Seite 592] (s. νέω), durchschwimmen; ἐς Σαλαμῖνα Her. 8, 89; ποταμόν Ael. H. N. 3, 6. Uebertr., τοσοῦτον πλῆθος λόγων, sich durcharbeiten, Plat. Parm. 187 a, Schol. περαιωθῆναι; vgl. ἀνάπαλιν ἐπιχειρεῖ τὸν λόγον διανεῖν Phaedr. 264 a; u. ταῦτα μόγις διανενεύκαμεν Rep. IV, 441 c, wir haben es endlich überwunden.

Greek (Liddell-Scott)

διανέω: μέλλ. -νεύσομαι, διακολυμβῶ, κολυμβῶν διέρχομαι, ἐς Σαλαμῖνα Ἡρόδ. 8. 89, Αἰλ. π. Ζ. 3, 6. ΙΙ. μεταφ., διέρχομαι…, δ. πλῆθος λόγων Πλάτ. Παρμ. 137Α, πρβλ. Πολ. 441C· ἴδε ἐν λ. ὕπτιος Ι.

French (Bailly abrégé)

f. διανεύσομαι, etc.
1 traverser (la mer) à la nage : ἐς Σαλαμῖνα HDT jusqu’à Salamine;
2 traverser à la nage : ποταμόν ÉL un fleuve.
Étymologie: διά, νέω.

Spanish (DGE)

I tr. atravesar a nado τὸν Τίγρητα Luc.Hist.Cons.19, τὸν ποταμόν Paus.5.5.11, cf. Ael.NA 3.6, en una metáf. ἐξ ὑπτίας ... διανεῖν ἐπιχειρεῖ τὸν λόγον intenta atravesar el discurso nadando de espaldas Pl.Phdr.264a, πέλαγος λόγων Pl.Prm.137a
c. ac. de rel. ταῦτα μὲν ἄρα ... διανενεύκαμεν entonces en ese tema hemos llegado a puerto Pl.R.441c, cf. Them.Or.23.297b.
II intr.
1 ir a nado, nadar ἐς τὴν Σαλαμῖνα Hdt.8.89, ἐφ' ἑκάτερα (χείλη τοῦ ποταμοῦ) Arist.Mir.845b12, ἐν τῷ ὕδατι Luc.Lex.2.
2 en v. med., de líquidos filtrarse a través de λίπος τρητοῦ διανεύμενον ἠθητῆρος Marc.Sid.76.

Greek Monolingual

διανέω (Α) νέω
1. διαπεραιώνομαι κολυμπώντας
2. μτφ. διεξέρχομαι, επεξεργάζομαι
3. κλώθω.

Greek Monotonic

διανέω: μέλ. -νεύσομαι,
I. κολυμπώ απέναντι, ἐς Σαλαμῖνα, σε Ηρόδ.
II. με αιτ., διέρχομαι, επεξεργάζομαι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διανέω: (fut. διανεύσομαι)
1) переплывать (ἐς τὴν Σαλαμῖνα Her.);
2) преодолевать (τοσοῦτον πλῆθος λόγων Plat.).