δωδεκάπαλαι

From LSJ
Revision as of 19:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκάπᾰλαι Medium diacritics: δωδεκάπαλαι Low diacritics: δωδεκάπαλαι Capitals: ΔΩΔΕΚΑΠΑΛΑΙ
Transliteration A: dōdekápalai Transliteration B: dōdekapalai Transliteration C: dodekapalai Beta Code: dwdeka/palai

English (LSJ)

Adv.

   A twelve times πάλαι, ever so long ago, Ar.Eq.1154; cf. δεκάπαλαι, μυριόπαλαι.

German (Pape)

[Seite 694] vor zwölfmal langer Zeit, Ar. Equ. 1150, in komischer Steigerung.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκάπᾰλαι: ἐπίρρ., δωδεκάκις πάλαι, πρὸ πλείστου ὅσου χρόνου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1154· πρβλ. δεκάπαλαι, μυριόπαλαι.

French (Bailly abrégé)

adv.
depuis des siècles.
Étymologie: δώδεκα, πάλαι.

Spanish (DGE)

adv. durante un tiempo doce veces viejo e.d. hace muchísimo tiempo δεκάπαλαι γε καὶ δ. καὶ χιλιόπαλαι Ar.Eq.1154.

Greek Monolingual

δωδεκάπαλαι επίρρ. (Α)
δώδεκα φορές πιο παλιά, πριν από πολύ καιρό.

Greek Monotonic

δωδεκάπᾰλαι: επίρρ., δώδεκα φορές πριν, τόσο παλιά, προ πολλού, από πολύ παλλιά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκάπαλαι: adv. шутл. давным-давным-давно Arph.