ἐπινῶς

From LSJ
Revision as of 20:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινῶς Medium diacritics: ἐπινῶς Low diacritics: επινώς Capitals: ΕΠΙΝΩΣ
Transliteration A: epinō̂s Transliteration B: epinōs Transliteration C: epinos Beta Code: e)pinw=s

English (LSJ)

   A = λίαν, Suid.; read by Sch. for ἐπιμανῶς in Luc.VH2.25.

German (Pape)

[Seite 966] = λίαν, Luc. V. Hist. 2, 25, oder nach Schol. = ἐφελκυστικῶς. Man ändert ἐπιμανῶς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινῶς: λίαν Σουΐδ., ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Σχολιαστοῦ ἀντὶ ἐπιμανῶς, ἐν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 25· «δεῖ γράφειν ἐπινῶς, ἀλλ. οὐκ ἐπιμανῶς. Σημειοῦ δὲ τὸ ἐπινῶς ἀντὶ τοῦ ἐφελκυστικῶς, ἐπεὶ καὶ τὸ ἐπινάζει τὸ ἐφέλκεται σημαίνει».

French (Bailly abrégé)

adv.
trop.
Étymologie: ἐπινέω².

Greek Monolingual

ἐπινῶς (Α)
επίρρ. (κατά το λεξικό Σούδα) λίαν (πιθ. εσφ. γραφή αντί ἐπιμανῶς
σφοδρά, εμμανώς, με πάθος).

Russian (Dvoretsky)

ἐπινῶς: безмерно (ἀγαπᾶν τινα Luc. - v. l. ἐπιμανῶς).