Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακοτεχνέω

From LSJ
Revision as of 22:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοτεχνέω Medium diacritics: κακοτεχνέω Low diacritics: κακοτεχνέω Capitals: ΚΑΚΟΤΕΧΝΕΩ
Transliteration A: kakotechnéō Transliteration B: kakotechneō Transliteration C: kakotechneo Beta Code: kakotexne/w

English (LSJ)

   A use base arts, deal fraudulently, ἔς τινα Hdt.6.74, PEleph.1.9 (iv B. C.); περὶ τὰς δίκας D.46.25: abs., Antipho 1.22, D. 29.11, 35.56.    2 Rhet., use false artifices of style, Demetr.Eloc. 28, 250.    II trans., misuse, τινὰ περὶ τὸ σῶμα Arr.Epict.4.6.4; mislead, τοὺς νέους Aristaenet.2.18.    2 falsify, οὐ κακοτεχνησῶ οὐδὲν τῶν . . γεγραμμένων GDI5039.19 (Hierapytna); counterfeit, imitate, [αἱματίτης] κεκακοτεχνημένος Dsc.5.126.

German (Pape)

[Seite 1304] schlechte Künste anwenden, boshaft u. arglistig handeln; ἔς τινα, Her. 6, 74; Antiph. 1, 22; Dem. 29, 11 u. öfter, bes. durch Aufstellung falscher Zeugen; Sp., τοὺς νέους, verschlechtern, verderben, Aristaen. 2, 18.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτεχνέω: μεταχειρίζομαι κακὰς τέχνας, ἐνεργῶ κακῶς ἢ δολίως, φέρομαι πανούργως καὶ ἀπατηλῶς, ὡς τὸ πανουργέω, Λατ. malitiose agere, κακοτεχνήσαντα ἐς Δημάρατον Ἡρόδ. 6. 74· περὶ τὰς διαθήκας Δημ. 1136. 24· ― ἀπολ., Ἀντιφῶν 113. 41, Δημ. 848. 5., 942. 26. 2) κακοτέχνως ἔχω, ἐπὶ ὕφους, Δημ. Φαληρ. § 28· ἁρμονίαι περὶ τὰς καμπὰς φθόγγων κακοτεχνοῦσαι, κακοτέχνως ἔχουσαι, Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. μεταβ., ἐξαπατῶ, παραπλανῶ διὰ δολίων τεχνασμάτων, τοὺς νέους Ἀρισταίν. 2. 18. 2) παραποιῶ, κιβδηλεύω, οὐ κακοτεχνήσω οὐδὲν τῶν ἐν τῇδε τῇ ἰσοπολιτείᾳ γεγραμμένων οὔτε λόγῳ οὔτε ἔργῳ Κρητικὸς ὅρκος ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. 19· καὶ ἐν τῷ Παθ., Διοσκ. 5. 143· πρβλ. κακουργέω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐκακοτέχνουν;
user de ruse ou d’intrigue.
Étymologie: κακότεχνος.

Greek Monotonic

κᾰκοτεχνέω: μέλ. -ήσω (κακότεχνος), μεταχειρίζομαι άσχημα τεχνάσματα, ενεργώ κακά ή δόλια, φέρομαι με δολιότητα, συμπεριφέρομαι με πανουργία, σε Ηρόδ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοτεχνέω: пускать в ход хитрости, строить козни (ἔς τινα Her.; περί τι Dem.).