κατάμομφος

From LSJ
Revision as of 22:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμομφος Medium diacritics: κατάμομφος Low diacritics: κατάμομφος Capitals: ΚΑΤΑΜΟΜΦΟΣ
Transliteration A: katámomphos Transliteration B: katamomphos Transliteration C: katamomfos Beta Code: kata/momfos

English (LSJ)

ον,

   A liable to blame, inauspicious, A.Ag.145 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1364] dem Tadel unterworfen, tadelhaft, φάσματα Aesch. Ag. 143.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμομφος: -ον, κατάμεμπτος, ἄξιος μομφῆς, δυσοίωνος, κατάμομφα φάσματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 145.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
blâmable ; fâcheux.
Étymologie: κατά, μέμφομαι.

Greek Monolingual

κατάμομφος, -ον (Α)
1. άξιος μομφής
2. δυσοίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -μομφος (< μομφή < μέμφομαι), πρβλ. ά-μομφος, επί-μομφος].

Greek Monotonic

κατάμομφος: -ον (καταμέμφομαι), αξιοκατάκριτος, δυσμενής, δυσοίωνος, κακότυχος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κατάμομφος: достойный порицания, дурной, тягостный (φάσματα Aesch.).