καταΐσσω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
fut. -ΐξω,
A rush down from, ἔκποθεν ὀλέθρου A.R.2.224; opp. ἀναΐσσω, Herm. ap. Stob.1.49.68:—Med., rush in from above, αἰθὴρ κατᾰΐσσεται Emp.100.7. II c. acc., rush, dart through, φρὴν . . κόσμον . . καταΐσσουσα Id.134.5.
German (Pape)
[Seite 1351] mit Ungestüm herabstürzen, herabfahren, wohin Einige aus Hom. rechnen als Tmesis βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα; ἔκ τινος Ap. Rh. 2, 224; Ggstz ἀναΐσσω, Hermes. Stob. ecl. phys. 1076; – c. acc., φρὴν φροντίσι κόσμον ἅπαντα καταΐσσουσα, durchstürmend, durcheilend, Empedocl. 299.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾱΐσσω: μέλλ. -ΐξω, καταφέρομαι μεθ’ ὁρμῆς, ὁρμῶ πρὸς τὰ κάτω, ἐκ… Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 224· παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τμήσει, καθ’ ἵππων ἀΐξαντες Ἰλ. Ζ. 232· κατ’ Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα αὐτόθι Β. 167, ἀντίθ. τῷ ἀναΐσσω, Ἑρμῆς παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 1076. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τινάσσομαι διὰ μέσου, ὁρμητικῶς διέρχομαι, φρὴν… κόσμον καταΐσσουσα Ἐμπεδ. 396.
Greek Monolingual
καταΐσσω (Α)
1. φέρομαι με ορμή, ορμώ προς τα κάτω
2. (με αιτ.) διέρχομαι ορμητικά
3. μέσ. καταΐσσομαι
ορμώ από πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀΐσσω «πηδώ, ορμώ»].
Russian (Dvoretsky)
κατᾱΐσσω: стремительно пробегать, пролетать, проноситься (κόσμον ἅπαντα Emped.).