κατήλυσις
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
εως, ἡ,
A going down, descent, εἰς Ἀΐδην AP10.3; νιφετοῖο κ. a falling of snow, Simon.179.1. II return, τῶν Ἡρακλειδῶν D.S.12.75.
German (Pape)
[Seite 1400] ἡ, das Herabkommen, der Gang hinunter; εἰς Ἀΐδην ἰθεῖα κατ. Ep. ad. 443 (X, 3); χειμερίην νιφετοῖο κατήλυσιν Simonds. 106 (VI, 217). – Die Rückkehr, D. Sic. 12, 75, nach Emend. für κατάλυσις.
Greek (Liddell-Scott)
κατήλῠσις: -εως, ἡ, κατάβασις, κάθοδος, εἰς Ἀΐδην Ἀνθ. Π. 10. 3·― νιφετοῖο κ., πτῶσις χιόνος, Σιμων. (;) 191. ΙΙ. ἐπάνοδος, ἐπιστροφή, Διόδ. 12. 75.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de descendre, descente;
2 retour.
Étymologie: κατελεύσομαι.
Greek Monolingual
κατήλυσις, -ύσεως, ἡ (Α)
1. η προς τα κάτω πορεία, κατάβαση, κάθοδος, πτώση
2. επάνοδος, επιστροφή («πρὸ γὰρ τῆς Ἡρακλειδῶν κατηλύσεως», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ήλυσις (< θ. ελυθ-, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ- του ἐλεύθω «έρχομαι», + κατάλ. -σις)
το -η- είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
κατήλῠσις: -εως, ἡ, κατάβαση, κάθοδος, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατήλυσις -εως, ἡ [~ κατέρχομαι] het neerkomen:. χειμερίην νιφετοῖο κατήλυσις winterse sneeuwbui AP 6.217.1.
Russian (Dvoretsky)
κατήλῠσις: εως ἡ1) возвращение Diod.;
2) сошествие, спуск (εἰς Ἀΐδην Anth.);
3) падение: νιφετοῖο κ. Anth. снегопад.