καυνάκης

From LSJ
Revision as of 22:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυνάκης Medium diacritics: καυνάκης Low diacritics: καυνάκης Capitals: ΚΑΥΝΑΚΗΣ
Transliteration A: kaunákēs Transliteration B: kaunakēs Transliteration C: kavnakis Beta Code: kauna/khs

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A thick cloak, Ar.V.1137; κ. πορφυροῦς Men.972; said to be of Persian or Babylonian make, Arr.An.6.29.5, Poll.7.59, cf. Sch.Ar.l.c., Semus 20, PCair.Zen.48.3 (iii B.C.), PHib.1.121.11 (iii B.C.):—also καυνάκη, ἡ, PSI6.605 (iii B.C.); cf. γαυνάκη (which is also found in codd. of Peripl.M.Rubr.6):—Dim. καυνάκιον, τό, Zonar. (Assyr. gaunakka 'frilled and flounced mantle'.)

Greek (Liddell-Scott)

καυνάκης: ᾰ, ου, ὁ, παχὺ ἐπανωφόριον, χλαῖνα, σισύρα, Ἀριστοφ. Σφ. 1137· κ. πορφυροῦς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 509· λεγόμενον Περσικῆς ἢ Βαβυλωνιακῆς κατασκευῆς, διὸ καὶ ὁ Σχολ. (Ἀριστοφ. Σφ. 1137) «βαρβαρικὸν φόρημα»· «στρώματα ἢ ἐπιβόλαια ἑτερομαλλῆ» Ἡσύχ., πρβλ. Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 29, 8, Πολυδ. Ζ΄, 59, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀθήν. 622C· φέρεται: γαυνάκης ἐν Κλήμ. Ἀλ. 216, Ζωναρ.- Ὑποκορ. καυνάκιον, τό, Ζωναρ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de manteau épais, pelisse d’origine perse.
Étymologie: DELG iranien gaunaka « poilu » ; le lat. a emprunté gaunacum, gaunaca au grec.

Greek Monolingual

καυνάκης, ὁ (Α)
χοντρό πανωφόρι, χλαίνη, περσικής ή βαβυλωνιακής κατασκευής («καυνάκης πορφυροῡς», Μέν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γαυνάκης.

Greek Monotonic

καυνάκης: [ᾰ], -ου, ὁ, χοντρό πανωφόρι, πυκνός μανδύας, σε Αριστοφ. (πιθ. περσική λέξη).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυνάκης -ου, ὁ bontjas (Perzisch).

Russian (Dvoretsky)

καυνάκης: ου (νᾰ) ὁ шуба (верхняя меховая одежда у персов и вавилонян) Arph.