κλωπικός

From LSJ
Revision as of 23:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωπικός Medium diacritics: κλωπικός Low diacritics: κλωπικός Capitals: ΚΛΩΠΙΚΟΣ
Transliteration A: klōpikós Transliteration B: klōpikos Transliteration C: klopikos Beta Code: klwpiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A thievish, τὸ κ. v.l. for κλοπ- in Pl.Cra.408a.    2 stealthy, clandestine, βήματα, ἕδραι, E.Rh. 205, 512.

German (Pape)

[Seite 1458] diebisch, verstohlen, βήματα, ἕδραι, Eur. Rhes. 205. 512. Vgl. κλοπικός.

Greek (Liddell-Scott)

κλωπικός: -ή, -όν, κλεπτικός, τὸ κλωπικόν, τὸ κλεπτικόν, ἡ πρὸς κλοπὴν διάθεσις, Πλάτ. Κρατ. 408Λ. (κοινῶς: κλοπικόν, ἴδε κλωπεία). 2) κρύφιος, λαθραῖος, Εὐρ. Ρῆσ. 205, 512.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de voleur ; τὸ κλωπικόν habitude de frauder.
Étymologie: κλώψ.

Greek Monolingual

κλωπικός, -ή, -όν (Α) κλωψ
1. ο επιρρεπής στην κλοπή
2. κρυφός, λαθραίος.
επίρρ...
κλωπικῶς (Μ)
με δόλιο τρόπο, με τέχνασμα.

Greek Monotonic

κλωπικός: -ή, -όν (κλώψ), κλοπιμαίος, λαθραίος, μυστικός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κλωπικός: досл. воровской, вороватый, перен. тайный (βῆμα, ἕδρα Eur.).