Κορίνθιος

From LSJ
Revision as of 23:09, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κορίνθιος Medium diacritics: Κορίνθιος Low diacritics: Κορίνθιος Capitals: ΚΟΡΙΝΘΙΟΣ
Transliteration A: Korínthios Transliteration B: Korinthios Transliteration C: Korinthios Beta Code: *kori/nqios

English (LSJ)

α, ον, Corinthian, Hdt., etc.; K. κόρη

   A courtesan, Pl.R. 404d; ἑταῖραι K. Ar.Pl.149; οἶνος K. Alex.290; K. κάδοι Diph.61.3. Adv. -ίως in Corinthian fashion, οἶκος K. ἐστεγασμένος J.AJ8.5.2:— fem. Κορινθιάς, άδος, ἡ, St.Byz.:—also Κορινθιακός, ή, όν, X.HG6.2.9; K. γλυφαί Ph.1.666: Κορινθικός, AP6.40 (Maced.).

Greek (Liddell-Scott)

Κορίνθιος: -α, -ον, ἐκ Κορίνθου, Ἡρόδ., κτλ.· Κορίνθιαι ἑταῖραι Ἀριστοφ. Πλ. 149· καὶ οὕτω, Κορινθία κόρη, πόρνη, Πλάτ. Πολ. 404D· τὴν ἐκ Κορίνθου Λαΐδα οἶσθα; Ἀναξανδρίδ. ἐν «Γεροντομανίᾳ» 1, πρβλ. Ἔριφον ἐν «Πελταστῇ» 1, καὶ ἴδε ἱερόδουλος· ― ὁ Κορινθιακὸς οἶνος ἀναφέρεται ὡς αὐστηρὸς παρὰ τῷ Ἀλέξ. ἐν Ἀδήλ. 23, πρβλ. Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 2, 3· ― Ἐπίρρ. -ίως, κατὰ Κορινθιακὸν τρόπον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 8. 5, 2· ― θηλ. Κορινθιάς, άδος, ἡ, Στέφ. Βυζ.· ― ὡσαύτως Κορινθιακός, ή, όν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 9· Κορινθικός, Ἀνθ. Π. 6. 40.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Corinthe, Corinthien ; ἡ Κορινθία (γῆ) le territoire de Corinthe ; οἱ Κορίνθιοι les Corinthiens.
Étymologie: Κόρινθος.

English (Slater)

Κορίνθιος
   1 Corinthian Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη i. e. at Isthmian games (N. 2.20) Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις at Isthmian games (N. 4.88)

English (Strong)

from Κόρινθος; a Corinthian, i.e. inhabitant of Corinth: Corinthian.

English (Thayer)

Κορινθίου, ὁ, a Corinthian, an inhabitant of Corinth: Herodotus, Xenophon, others.))

Greek Monotonic

Κορίνθιος: -α, -ον, Κορίνθιος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, Κορινθιακός, , -όν, σε Ξεν.· Κορινθικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Κορίνθιος: II
1) коринфянин Her. etc.;
2) шутл. (по созвучию с κόρις) клоп (δάκνουσί με οἱ Κορίνθιοι Arph.).
коринфский Her., Soph. etc.