λάχνος

From LSJ
Revision as of 23:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάχνος Medium diacritics: λάχνος Low diacritics: λάχνος Capitals: ΛΑΧΝΟΣ
Transliteration A: láchnos Transliteration B: lachnos Transliteration C: lachnos Beta Code: la/xnos

English (LSJ)

(A), ὁ,

   A = λάχνη, wool, Od.9.445; v.l. λαχμός (c).
λάχνος (B), ὁ,

   A glutton, Gloss.; cf. λάγνος, λίχνος.

German (Pape)

[Seite 20] ὁ, = λάχνη, Schaafwolle, Od. 9, 445.

Greek (Liddell-Scott)

λάχνος: ὁ, = λάχνη, ἔριον, Ὀδ. Ι. 445· διάφ. γραφ. λαχμός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
toison de brebis.
Étymologie: cf. λάχνη.

English (Autenrieth)

= λάχνη, wool, Od. 9.445†.

Greek Monolingual

(I)
λάχνος, ὁ (Α)
λάχνη, χνούδι, τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λάχνη.———————— (II)
λάχνος, ὁ (Α)
λαίμαργος, αδηφάγος.———————— (III)
ο
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας aphididae.

Greek Monotonic

λάχνος: ὁ, = λάχνη, μαλλί, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

λάχνος: ὁ овечья шерсть, руно Hom.