λελογισμένως
English (LSJ)
Adv., (λογίζομαι)
A according to calculation, λ. ὅκως . . Hdt.3.104; λ. πράσσοιμι μᾶλλον ἢ σθένει E.IA1021; ὀρθῶς καὶ λ. Plu. Galb.5.
German (Pape)
[Seite 28] adv. zum part. perf. von λογίζομαι, mit Ueberlegung, nach reiflicher Erwägung; Eur. I. A. 1021; Her. 3, 104, wo ὅπως folgt.
Greek (Liddell-Scott)
λελογισμένως: ἐπίρρ. κατὰ τὸν ὑπολογισμόν, λελογ. ὅκως ἄν... Ἡρόδ. 3. 104· λελ. πράσσοντα μᾶλλον ἢ σθένει Εὐρ. Ι. Α. 1021.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec réflexion, en réfléchissant.
Étymologie: part. pf. de λογίζομαι.
Greek Monolingual
και -α (Α λελογισμένως)
επίρρ. με προσοχή, με περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λελογισμένος, μτχ. του λελόγισμαι, παρακμ. του λογίζομαι «υπολογίζω»].
Greek Monotonic
λελογισμένως: επίρρ., σύμφωνα με τον υπολογισμό, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λελογισμένως: adv.
1) рассчитывая, с (таким) расчетом (λ. ὅκως ἂν … Her.);
2) с умом, разумно, рассудительно (λ. μᾶλλον ἢ σθένει Eur.; ποιεῖν τι Plut.).