Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαστροπεία

From LSJ
Revision as of 23:47, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστροπεία Medium diacritics: μαστροπεία Low diacritics: μαστροπεία Capitals: ΜΑΣΤΡΟΠΕΙΑ
Transliteration A: mastropeía Transliteration B: mastropeia Transliteration C: mastropeia Beta Code: mastropei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A pandering, X.Smp.3.10, Plu.2.632e.

Greek (Liddell-Scott)

μαστροπεία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ μαστροποῦ, ἐπὶ μαστροπείᾳ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 3, 10, Πλούτ. 2. 632D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
excitation à la débauche.
Étymologie: μαστροπεύω.

Greek Monolingual

η (Α μαστροπεία) μαστροπεύω
η ιδιότητα και η ασχολία του μαστροπού, η παρακίνηση σε ασέλγεια και πορνεία, προαγωγεία, ρουφιανιά.

Greek Monotonic

μαστροπεία: ἡ, εξώθηση ενός άλλου στην πορνεία για προσωπικό όφελος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μαστροπεία: ἡ побуждение к разврату, сводничество Xen., Plut.