μελάγκραιρα

From LSJ
Revision as of 23:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγκραιρα Medium diacritics: μελάγκραιρα Low diacritics: μελάγκραιρα Capitals: ΜΕΛΑΓΚΡΑΙΡΑ
Transliteration A: melánkraira Transliteration B: melankraira Transliteration C: melagkraira Beta Code: mela/gkraira

English (LSJ)

ἡ,

   A black-haired, of the Sibyl, Lyc.1464, Arist.Mir.838a9.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγκραιρα: ἡ, ἡ μελανόθριξ τῆς Σεβίλλης, Λυκόφρ. 1464, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95.

Greek Monolingual

μελάγκραιρα, ἡ (Α)
(για την Κυμαία Σίβυλλα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κραῖρα «κεφαλή» (πρβλ. εύ-κραιρα, ορθό-κραιρα)].

Russian (Dvoretsky)

μελάγκραιρα: adj. f [ἡ κραῖρα «голова»] черноволосая (эпитет кумской сибиллы) Arst.