νάσσω
English (LSJ)
Att. νάττω, fut.
A νάξω Hsch.: aor. ἔναξα (v. infr.): pf. Pass. νένασμαι and νέναγμαι (v. infr.):—press, squeeze close, stamp down, γαῖαν ἔναξε Od.21.122; οἱ παῖδες ἔναττον εἰς τὰς σπυρίδας Hippoloch. ap.Ath.4.130b:—Pass., to be piled up, ἡ κόπρος ἡ νεναγμένη Hp.Nat. Puer.24; ἐν δὲ [τῇ στιβάδι] νένασται . . δέρματα Theoc.9.9: c. gen., κλῖναι σισυρῶν νεναγμέναι (νενασμ- codd.) piled up with... Ar.Ec. 840. II stuff quite full, νάττω τὸν θύλακον Epict.Fr.23:— Pass., πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο was crammed with... J.BJ1.17.6.
German (Pape)
[Seite 230] att. νάττω, fut. νάξω, perf. pass. νένασμαι, feststampfen, festdrücken; ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε, Od. 21, 122; VLL. erkl. θλίβειν, ὁμαλίζειν; übh. volldrücken, hineinstopfen, dicht anfüllen, ἔναττον οἱ παῖδες εἰς τὰς σπυρίδας, Ath. IV, 130 b; τινός, womit, κλῖναί τε σισυρῶν καὶ δαπίδων νενασμέναι, Ar. Lys. 840; einzeln auch bei Sp., νάξαι, Nic. Ther. 952; νένασμαι κέρμασιν, Alciphr. 3, 47. – Adj. verb. ναστός s. unten.
Greek (Liddell-Scott)
νάσσω: Ἀττ. νάττω: ἀόρ. ἔναξα: παθ. πρκμ. νένασμαι καὶ νέναγμαι· πρβλ. κατα-, συν-νάσσω, Πιέζω, θλίβω ἰσχυρῶς, καταπατῶ, γαῖαν ἔναξε Ὀδ. Φ. 122· ἐν σαργανίσι νάξω (ἐν σαργανίσιν ἄξω Πόρσ.) ταρίχους, θὰ στοιβάσω ταρίχους ἐν..., Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 7 (ἴδε Meineke 5, σ. 16). - Παθ., συσσωρεύομαι μέ τι, εἶμαι πλήρης τινός, κλῖναι σισυρῶν νενασμέναι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 840· ἡ κόπρος ἡ νεναγμένη Ἱππ. 243. 31 (5. 520 Littré)· ἐν δὲ [τῇ στιβάδι] νένασται... δέρματα Θεόκρ. 9. 6. ΙΙ. γεμίζω ἐντελῶς, νάττω τὸν θύλακον Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 610. 6· - Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 130Β, ἔναττον οἱ παῖδες [ἐς] τὰς σπυρίδας, τὸ ἐς φαίνεται ἐπανελήφθη ἐκ τοῦ παῖδες. - Παθ., πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο, ἦτο πλήρης, γεμάτη..., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 17, 6. (Ἴσως συγγενὲς πρὸς τὴν √ΝΑΣ, ναίω).
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔναξα, pf. inus. ; pf. Pass. νένασμαι, postér. νέναγμαι;
1 presser, fouler, acc.;
2 bourrer, emplir, encombrer.
Étymologie: DELG étym. obscure.
English (Autenrieth)
only aor. ἔναξε, stamped down; γαῖαν, Od. 21.122†.
Greek Monolingual
νάσσω και αττ. τ. νάττω (Α)
1. πατώ με δύναμη, πιέζω, συνθλίβω («ἀμφὶ δὲ γαῑαν ἔναξε», Ομ. Οδ.)
2. γεμίζω κάτι εντελώς («νάττω τὸν θύλακον», Επίκτ.)
3. (το παθ.) νάσσομαι
α) συσσωρεύομαι («ἡ κόπρος ἡ νεναγμένη», Ιπποκρ.)
β. είμαι γεμάτος («πᾱσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο», Ιωσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιο αν το αρχικό θ. του ρ. ήταν νακ- (πρβλ. αόρ. ἔναξα, νάξαι) ή νατ- (πρβλ. ναστός < νατ-τός). Το ρηματ. επίθ. ναστός και ο παθ. παρακμ. νένασμαι φαίνονται ανάλογα προς τα παστός, πέπασμαι, αλλά και ο ουρανικόληκτος τ. νάξαι απαντά ήδη στον Όμηρο. Δεν φαίνεται πιθανή η σύνδεσή του με τα νάκη, νάκος.
Greek Monotonic
νάσσω: Αττ. νάττω· αόρ. αʹ ἔναξα· Παθ. παρακ. νένασμαι και νέναγμαι· συμπιέζω, συνθλίβω, πατώ με δύναμη, καταπατώ, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
νάσσω: атт. νάττω (pf. pass. νένασμαι и νέναγμαι; adj. verb. ναστός)
1) плотно убивать, утаптывать (γαῖαν Hom.);
2) набивать, стлать (κλῖναι δαπίδων νενασμέναι Arph.).