νεικείω
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
A = νεικέω (q.v.).
German (Pape)
[Seite 236] poet. = νεικέω, w. m. s. Davon hat Hom. νεικείω, Il. 4, 359, νεικείῃσι, 1, 579, νεικείῃ, Od. 17, 189, νείκειον, 22, 26, νεικείεσκε, Il. 2, 221. 4, 241. 19, 86, νεικείειν u. νεικείων.
Greek (Liddell-Scott)
νεικείω: Ἰων. ἀντὶ νεικέω, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
sbj. prés. épq. de νεικέω.
English (Autenrieth)
(νεῖκος), νεικῶσι, subj. νεικείῃ(σι), inf. νεικείειν, part. νεικείων, ipf. νείκειον, iter. νεικείεσκε, fut. νεικέσω, aor. (ἐ)νείκε(ς)σα: strive, quarrel; ἔριδας καὶ νείκεα ἀλλήλοις, ‘contend in railing and strife,’ Il. 20.252; upbraid, reprove, opp. αἰνεῖν, Il. 10.249, Il. 24.29; μάλα, ‘angrily’; ἄντην, ‘outright,’ Od. 17.239.
Greek Monolingual
νεικείω (Α)
ιων. τ. βλ. νεικέω.
Greek Monotonic
νεικείω: Ιων. αντί νεικέω, βλ. αυτ.
Russian (Dvoretsky)
νεικείω: эп. = νεικέω.