ξόανον
English (LSJ)
τό, (ξέω)
A image carved of wood, E.Ion1403, X.An.5.3.12 : then, generally, image, statue, esp. of a god, Acus.28 J., E.IT 1359, Tr.525 (lyr.), 1074 (lyr.), BMus.Inscr.1012 (Chalcedon, i B. C./ i A. D.), Paus.8.17.2, al., Porph.Abst.2.56 ; also of a representation on a scarab, PMag.Leid.V.9.22. II musical instrument, ξόαν' ἡδυμελῆ S.Fr.238 (anap.).
German (Pape)
[Seite 280] τό (ξέω), eigtl. alles aus Holz Geschnitzte, wie Soph. frg. 228 neben λύραι καὶ μαγάδιδες hat τά τ' ἐν Ἕλλησι ξόαν' ἡδυμελῆ; bes. aber Götterbilder aus Holz, auch aus Stein, u. später auch aus anderen Stoffen gearbeitet; κλέπτοντες ἐκ γῆς ξόανον, Eur. I. T. 1359; βωμοῦ λιποῦσα ξόανα, Ion 1403; aus Cypressenholz, Xen. An. 5, 3, 12; oft bei Paus. u. a. Sp., Ep. ad. 203 (App. 283).
Greek (Liddell-Scott)
ξόᾰνον: τό, (ξέω) εἴδωλον γεγλυμμένον ἐκ ξύλου, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 12· ἀκολούθως, καθόλου, εἴδωλον, ἄγαλμα, ὁμοίωμα, ἰδίως θεοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 1359, Τρῳ 525, 1074. ΙΙ. μουσικόν τι ὄργανον, Σοφ. Ἀποσπ. 228.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
statue de dieu en bois ou en pierre.
Étymologie: ξέω.
Spanish
Greek Monotonic
ξόᾰνον: τό (ξέω), είδωλο από σκαλισμένο ξύλο, σε Ξεν.· γενικά, είδωλο, άγαλμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ξόᾰνον: τό1) резное или тесаное изображение, изваяние, статуя Eur., Xen.;
2) резьба Soph.