ὁπλοθήκη

From LSJ
Revision as of 01:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλοθήκη Medium diacritics: ὁπλοθήκη Low diacritics: οπλοθήκη Capitals: ΟΠΛΟΘΗΚΗ
Transliteration A: hoplothḗkē Transliteration B: hoplothēkē Transliteration C: oplothiki Beta Code: o(ploqh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A armoury, SIG253T9 (Delph., iv B. C.), LXX 2 Ch.32.27, D.S.17.79, Str.4.1.5, J.BJ2.4.1 (pl.), Plu.2.159e (pl.), Sull.14, Ael.VH6.12.    2 shield-case. OGI339.80 (Sestos, ii B. C., pl.).

German (Pape)

[Seite 359] ἡ, ein Ort, wo Waffen hingelegt und aufbewahrt werden; Plut. Sull. 14, oft; Ael. V. H. 6, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλοθήκη: ἡ, ὁπλοστάσιον, Πλούτ. 2. 159Ε, Σύλλ. 14, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 12.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dépôt d’armes, arsenal.
Étymologie: ὅπλον, θήκη.

Greek Monolingual

η (Α ὁπλοθήκη)
χώρος ειδικά διαμορφωμένος για την τοποθέτηση και τη φύλαξη τών όπλων, οπλοστάσιο
νεοελλ.
1. προθήκη στον τοίχο, όπου τοποθετούνται όπλα ιστορικής αξίας
2. θήκη όπλου, ιδίως κυνηγετικού, μέσα στην οποία τοποθετείται το όπλο διαλυμένο σε τεμάχια
αρχ.
θήκη όπλου, ιδίως ασπίδας.

Greek Monotonic

ὁπλοθήκη: ἡ, οπλοστάσιο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὁπλοθήκη: ἡ склад оружия, арсенал Plut.