παλτός
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
ή, όν,
A brandished, hurled, πῦρ S.Ant.131 (lyr.). II as Subst. παλτόν, τό, missile, dart, A.Fr.16; of a light spear used by the Persian cavalry, X.Cyr.4.3.9, 6.2.16, cf. Arr.Fr.158 J.; projectile discharged from a catapult, Id.Tact.43.1.
German (Pape)
[Seite 453] geschwungen, πῦρ, der Blitz, Soph. Ant. 131.
Greek (Liddell-Scott)
παλτός: -ή, -όν, ὁ παλλόμενος, παλτὸν πῦρ, τὸ κεραύνιον, Σοφ. Ἀντ. 131. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. παλτόν, τό, πᾶν ὅ,τι πάλλεται πρὸς ἐξακόντισιν, μάλιστα ἀκόντιον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 14· ὅπερ ὁ Ξεν. περιγράφει ὡς ἐλαφρὸν δόρυ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἱππεῦσι τῶν Περσῶν εἴτε ὡς δόρυ εἴτε ὡς ἀκόντιον, Κύρ. 4. 3, 9., 6. 2, 16.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
lancé : παλτὸν πῦρ l’éclair ou la foudre.
Étymologie: adj. verb. de πάλλω.
Greek Monolingual
παλτός, -ή, -όν (Α) πάλλω
1. αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλτόν
α) βέλος
β) βλήμα που ρίχνεται από καταπέλτη
γ) ελαφρύ δόρυ που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι Πέρσες ιππείς.
Greek Monotonic
παλτός: -ή, -όν (πάλλω)·
I. παλλόμενος, εκσφενδονισμένος, σε Σοφ.
II. ως ουσ., παλτόν, τό, ελαφρύ δόρυ του ιππικού των Περσών, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλτός -ή -όν [πάλλω] geslingerd.
Russian (Dvoretsky)
παλτός: [adj. verb. к πάλλω стремительно пущенный: παλτὸν πῦρ Soph. молния.