παρεδρεύω

From LSJ
Revision as of 01:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεδρεύω Medium diacritics: παρεδρεύω Low diacritics: παρεδρεύω Capitals: ΠΑΡΕΔΡΕΥΩ
Transliteration A: paredreúō Transliteration B: paredreuō Transliteration C: paredreyo Beta Code: paredreu/w

English (LSJ)

   A wait, attend upon, Ἅιδου νύμφῃ παρεδρεύοις E.Alc.746 (anap.) ; οἱ παρεδρεύοντες, of those who attend on the sick, Phld.Ir.p.29 W.; of sluice-keepers, Sammelb.7174.16 (i A. D.) ; of a familiar spirit, PMag.Par.1.1979 (hex.).    2 frequent, attend, θυμέλαις IG5(1).734 (Sparta) ; γυμνασίοις ib.14.1728.6 ; π. ταῖς ἐκκλησίαις ἐν ὅπλοις ib.22.1028.35 ; ἐν τῷ ἱερῷ SIG695.27 (Magn. Mae., ii B. c.) ; παρήδρευσαν ἕως . . Plb.29.27.10.    3 of judges, act as assessor (πάρεδρος), παρεδρεύοντος ἄρχοντι D.21.178 ; δοκιμάζονται [οἱ πάρεδροι] πρὶν παρεδρεύειν Arist.Ath.56.1, cf. CIG2855.6 (Didyma, ii B.C.) ; of Aeacus, as assessor with Pluto and Persephone, Isoc.9.15.    4 in Tactics, occupy rear rank, Ascl. Tact.3.6 ; τὸ παρεδρεῦον ζυγόν ib.7.7.    5 Gramm., ἡ παρεδρεύουσα [συλλαβή] penultimate, A.D.Adv.135.16, al. ; ὁ παρεδρεύων χρόνος the quantity of the penultimate, ib.167.10 ; τῷ ᾱ, τῷ ῡ παρεδρεύεσθαι, to have α or υ in the penultimate, ib.177.14, Ath. 9.392b.

German (Pape)

[Seite 510] daneben oder dabei sitzen, immer bei Einem sein; Ἅιδου νύμφῃ παρεδρεύοις, Eur. Alc. 746; παρήδρευσαν, Pol. 29, 10, 11; τοῖς κάμνουσι, D. Sic. 14, 71; Beisitzer sein, Dem. 59, 84 (vgl. πάρεδρος), u. Sp.; – Apoll. de synt. 272, 4 u. öfter, von der vorletzten Sylbe; vgl. Ath. IX, 392 a, τὰ εἰς ξ ἀρσενικὰ ἁπλᾶ δισύλλαβα ὅταν τῷ υ παρεδρεύηται, wie κήρυξ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεδρεύω: (πάρεδρος) σταθερῶς ἑδρεύω πλησίον, διαρκῶς παρακάθημα, εἶμαι ἀείποτε πλησίον, Λατ. assidere, Ἅιδου νύμφᾳ παρεδρεύεις Εὐριπ. Ἄλκ. 746· γυμνασίοις Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 689. 6, πρβλ. σ. xiii· οὕτω Πολύβ. 29. 10, 11, κλ. 2) ἐπὶ δικαστῶν, παρακάθημαι εἶμαι πάρεδρος, παρεδρεύοντος ἄρχοντι Δημ. 572. 10, πρβλ. Ἰσοκρ. 192Α· δοκιμάζονται οἱ πάρεδροι πρὶν παρεδρεύειν Ἀριστ. Ἀποσπ. 389· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2855. 6, κ. ἀλλ. 3) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ παρεδρεύουσα [[[συλλαβή]]], ἡ παραλήγουσα, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ.· ὅταν τὸ υ παρεδρεύηται, ὅταν τὸ υ ᾖ ἐν τῇ παραληγούσῃ, Ἀθήν. 392Α.

French (Bailly abrégé)

pf. παρήδρευκα;
être assis ou siéger auprès de, τινι ; particul. être assesseur.
Étymologie: πάρεδρος.

Spanish

asistir, ayudar

Greek Monolingual

ΝΜΑ πάρεδρος
είμαι πάρεδρος, ασκώ καθήκοντα παρέδρου
μσν.-αρχ.
στέκομαι ή κάθομαι δίπλα ή πολύ κοντά σε κάποιον ή σε κάτι
μσν.
παρατηρώ κάτι με μεγάλη προσοχή
αρχ.
1. είμαι συνεχώς κοντά σε κάποιον
2. υπηρετώ, εξυπηρετώ, περιποιούμαι
3. κατέχω την τελευταία θέση σε σειρά
4. είμαι συμφυής, άρρηκτα δεμένος με κάτι («λαμβάνει... μετουσίαν ἁγιασμοῡ ἐκ τῆς τῷ σώματι παρεδρευούσης χάριτος», Μ. Βασ.)
5. (το αρσ. εν ως ουσ.) ὁ παρεδρεύων
(ενν. δαίμων) ο ευεργετικός δαίμονας που προστατεύει το σπίτι
6. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παρεδρεύοντες
α) αυτοί που περιποιούνται ασθενείς, οι νοσοκόμοι
β) εκείνοι που επέβλεπαν τους υδατοφράκτες στην Αίγυπτο
7. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ παρεδρεύουσα
(ενν. συλλαβή) η παραλήγουσα
8. φρ. «ὁ παρεδρεύων χρόνος» — ο χρόνος, η ποσότητα της παραλήγουσας.

Greek Monotonic

παρεδρεύω: μέλ. -σω (πάρεδρος
1. κάθομαι συνεχώς δίπλα, παρακολουθώ προσεκτικά, είμαι πάντα κοντά, Λατ. assidere, με δοτ., σε Ευρ.
2. λέγεται για τους δικαστές, είμαι πραγματογνώμονας ή πάρεδρος, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρεδρεύω [πάρεδρος] zitten naast, met dat.: Ἅιδου νύμφῃ παρεδρεύοις moge jij (als hulp) zitten naast de bruid van Hades Eur. Alc. 746. in dienst zijn van, met dat.: τῷ θυσιαστηρίῳ π. dienst doen in de tempel NT 1 Cor. 9.13. jur. assessor zijn; ook met dat.: αὐτοῦ παρεδρεύοντος ἄρχοντι τῷ υἱεῖ toen hij assessor was van zijn zoon toen die archont was Dem. 21.178.

Russian (Dvoretsky)

παρεδρεύω: 1) сидеть рядом (τινί Eur., Polyb.);
2) заседать рядом, быть заседателем Dem.;
3) грам. находиться на предпоследнем месте: ἡ παρεδρεύουσα (sc. συλλαβή) предпоследний слог; τῷ «υ» παρεδρεύεσθαι иметь на предпоследнем месте (букву) υ.