παρασιτία

From LSJ
Revision as of 01:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασῑτία Medium diacritics: παρασιτία Low diacritics: παρασιτία Capitals: ΠΑΡΑΣΙΤΙΑ
Transliteration A: parasitía Transliteration B: parasitia Transliteration C: parasitia Beta Code: parasiti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A profession of a parasite, Luc. Par.37.

German (Pape)

[Seite 498] ἡ, das Essen bei Einem, Sp., zw.

Greek (Liddell-Scott)

παρασῑτία: ἡ, ἡ χαμερπὴς κολακεία τοῦ παρασίτου, Ἰω. Χρυσ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
métier ou habitudes de parasite.
Étymologie: παράσιτος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ παράσιτος
το να είναι κάποιος ή κάτι παράσιτο, το να εξασφαλίζει την συντήρηση του εις βάρος άλλου, το να παρασιτεί.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασιτία -ας, ἡ [παράσιτος] het parasiet zijn, parasietengedrag.

Russian (Dvoretsky)

παρασῑτία: ἡ Luc. v. l. = παρασιτική.