πελλός

From LSJ
Revision as of 01:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελλός Medium diacritics: πελλός Low diacritics: πελλός Capitals: ΠΕΛΛΟΣ
Transliteration A: pellós Transliteration B: pellos Transliteration C: pellos Beta Code: pello/s

English (LSJ)

ή, όν, (or πέλλος, η, ον, the accent varies in codd.)

   A dark-coloured, dusky, πελλὴ μηκάς dub. in S. Fr.509 ; πελλὰ ὄϊς Theoc. 5.99, cf. S.Fr. 114 ; βοῦς EM659.38 ; πελλὸς ἐρῳδιός Arist. HA609b22 ; π. σποδός cj. in Phoen. 1.24 ; = Lat. pullus, [ἱμάτιον] IG14.644 (Supp.Epigr.4.70, Western Locr.) ; Sicyonian for κιρρός, Zenod. ap. Gal. 19.129. (Cf. πελιός, πελιδνός, πολιός ; Skt. palita/s 'grey', Lat. palleo, pullus.)

German (Pape)

[Seite 551] (vgl. πολιός, pullus), schwärzlich, dunkelfarbig, bleifarbig, Hesych. erkl. φαιὸν χρῶμα ἐμφερὲς τῷ πελιδνῷ; bei E. M. p. 659, 38 steht πέλλη βοῦς accentuirt, wie πέλος aus Soph. frg. 122 citirt wird; ὄϊν πελλάν Theocr. 5, 99, ἐρωδιός, Arist. H. A. 9, 1, u. sonst bei Sp. einzeln.

Greek (Liddell-Scott)

πελλός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. πελός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de couleur sombre, noirâtre, noir.
Étymologie: R. Πελ, être sombre ; cf. πολιός, lat. palleo, pullus.

Greek Monolingual

και πελός, -ή, -όν, αρσ. και πέλλος, Α 1. αυτός που έχει σκούρο χρώμα, φαιόχρους, σκουρόχρωμος
2. (στη Σικυώνα) κιρρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πελιδνός.

Greek Monotonic

πελλός: -ή, -όν, βλ. πελός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελλός -ή -όν [~ πελιός] grijs, donker:. πελλὰ ὄϊς donker schaap Theocr. Id. 5.99.

Russian (Dvoretsky)

πελλός: Theocr., Arst. = πελός.