περίοχος

From LSJ
Revision as of 02:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίοχος Medium diacritics: περίοχος Low diacritics: περίοχος Capitals: ΠΕΡΙΟΧΟΣ
Transliteration A: períochos Transliteration B: periochos Transliteration C: periochos Beta Code: peri/oxos

English (LSJ)

Aeol. πέρροχος, ον,

   A superior, Sapph.92: Boeot. πέροχος, pre-eminent, restd. in Corinn.2.68.

German (Pape)

[Seite 585] umgeben, umfaßt, eingeschlossen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίοχος: -ον, ὑπέρτερος, τινι Σαπφοῦς Ἀποσπ. 93, ἐν τῷ Αἰολ. τύπῳ, πέρροχος.

Greek Monolingual

-ον, και αιολ. τ. πέρροχος, βοιωτ. τ. πέροχος, Α περιέχω
1. υπέροχος
2. υπέρτερος.

Russian (Dvoretsky)

περίοχος: эол. πέρροχος 2 превосходящий, превышающий (τινι Sappho).