περίτασις
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
English (LSJ)
εως, ἡ,
A extension all round, Plu.2.1003d. II distension, κοιλίης, τοῦ δέρματος, Hp.Prorrh.1.99, Epid.4.55 ; μαστῶν Dsc. 3.34. 2 tight fit, Thphr.CP4.12.11. 3 contraction, νεύρων Androm. ap. Gal.13.1036. (Dub. sens. in Vett.Val.14.2.)
German (Pape)
[Seite 596] ἡ, das Umspannen, Plut. qu. Plat. 5, 1; die Geschwulst rings umher, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
περίτᾰσις: ἡ, τέντωμα ὁλόγυρα, τῇ περιτάσει καθάπερ αἱ δωδεκάσκυτοι σφαῖραι, κυκλοτερὲς γίνεται καὶ περιληπτικὸν Πλούτ. 2. 1003D, κτλ. ΙΙ. ἰσχυρὸν τέντωμα, ἐξοίδησις, κοιλίης, τοῦ δέρματος Ἱππ. 75C, κτλ.· μαστῶν τε περίτασιν καὶ σπάργωσιν Διοσκ. 3. 41.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de tendre autour.
Étymologie: περιτείνω.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α περιτείνω
1. τέντωμα ολόγυρα
2. ισχυρή διάταση, πρήξιμο («περίτασις τοῡ δέρματος», Ιπποκρ.)
3. ισχυρή σύσπαση, συστολή
4. δυνατή πρόσφυση ενός πράγματος πάνω σε κάτι άλλο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίτασις -εως, ἡ [περιτείνω] geneesk. zwelling.
Russian (Dvoretsky)
περίτᾰσις: εως ἡ круговое растяжение, обтягивание Plut.