περίπτωμα

From LSJ
Revision as of 02:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπτωμα Medium diacritics: περίπτωμα Low diacritics: περίπτωμα Capitals: ΠΕΡΙΠΤΩΜΑ
Transliteration A: períptōma Transliteration B: periptōma Transliteration C: periptoma Beta Code: peri/ptwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A accidental happening : hence,    1 calamity, Pl.Prt.345b.    2 lucky chance, LXX Ru.2.3.

German (Pape)

[Seite 589] τό, Unfall, Zufall, Plat. Prot. 345 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίπτωμα: τό, συμφορά, δυστύχημα, Πλάτ. Πρωτ. 345Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conjoncture, particul. accident, malheur.
Étymologie: περιπίπτω.

Greek Monolingual

τὸ, Α περιπίπτω
1. τυχαίο συμβάν
2. δυστύχημα, συμφορά
3. ευτυχής σύμπτωση, συγκυρία, καλή τύχη.

Greek Monotonic

περίπτωμα: -ατος, τό, συμφορά, δυστυχία, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπτωμα -ατος, τό [περιπίπτω] ongelukkige gebeurtenis.

Russian (Dvoretsky)

περίπτωμα: ατος τό (несчастная) случайность, случай Plat.