ποσάκις

From LSJ
Revision as of 02:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποσάκις Medium diacritics: ποσάκις Low diacritics: ποσάκις Capitals: ΠΟΣΑΚΙΣ
Transliteration A: posákis Transliteration B: posakis Transliteration C: posakis Beta Code: posa/kis

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.

   A how many times? how often? Pl.Ep.353d; poet. ποσσάκι Call.Dian.119.    II Indef., so many times, οἱ π. ποσοὶ [ἀριθμοί], i.e. square numbers, and οἱ π. π. ποσοί cubes, Arist.Metaph. 1020b5.

German (Pape)

[Seite 687] adv., wie viel mal? Plat. Ep. VIII, 353 d; Luc. Tim. 4; ποσσάκι, Callim. Dian. 119.

Greek (Liddell-Scott)

ποσάκις: [ᾰ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, πόσας φοράς; Λατιν. quoties? Πλάτ. Ἐπιστ. 353D· ποιητ. ποσσάκι, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 119. ΙΙ. τοσάκις, οἱ ποσάκις ποσοὶ [ἀριθμοί], δηλ. τετράγωνοι ἀριθμοί, καὶ οἱ ποσάκις ποσάκις ποσοί, δηλ. κύβοι, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 14, 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
combien de fois ? ; οἱ ποσάκις πόσοι ἀριθμοί les nombres carrés ; οἱ ποσάκις ποσάκις πόσοι ἀριθμοί les nombres cubes.
Étymologie: πόσος, -ακις.

English (Strong)

multiplicative from πόσος; how many times: how oft(-en).

English (Thayer)

(πόσος), adverb, how often: Plato s epistle, Aristotle, others.))

Greek Monolingual

ΝΜΑ και ποιητ. τ. ποσσάκι Α
(ερωτημ.) πόσες φορές (α. «ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῑν τὰ τέκνα μου», ΚΔ
β. «ποσάκις ἐν ἐλπίδι ἑκάτεροι γεγόνατε», Πλάτ.)
αρχ.
1. (αόρ.) τόσες φορές
2. φρ. α) «οἱ ποσάκις ποσοὶ ἀριθμοί» — οι τετράγωνοι αριθμοί
β) «οἱ ποσάκις ποσάκις ποσοί ἀριθμοί» — οι κύβοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + επιρρμ. κατάλ. -(ά)κις κατά το πολλάκις.

Greek Monotonic

ποσάκις: [ᾰ], επίρρ., πόσες φορές; πόσο συχνά; Λατ. quoties? σε Επικ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ποσάκῐς: (ᾰ) adv.
1) сколько раз Plat., Luc., NT;
2) столько раз: οἱ π. πόσοι ἀριθμοί Arst. числа, помноженные сами на себя, т. е. квадратные; οἱ π. π. πόσοι (ἀριθμοί) Arst. кубические числа.