προμήτωρ

From LSJ
Revision as of 02:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμήτωρ Medium diacritics: προμήτωρ Low diacritics: προμήτωρ Capitals: ΠΡΟΜΗΤΩΡ
Transliteration A: promḗtōr Transliteration B: promētōr Transliteration C: promitor Beta Code: promh/twr

English (LSJ)

Dor. προμάτωρ, ορος, ἡ,

   A first mother of a race, A.Th. 140 (lyr.), E.Ph.676 (lyr.), 828 (lyr.), Luc.Am.19.    II masc., maternal grandfather, Hsch.    III epith. of Athena, prob. in Them.Or.13.180a (voc. πρόματερ codd.).

German (Pape)

[Seite 734] ορος, ἡ, Vormutter, Stammmutter, Eur. Phoen. 681 u. Sp. S. προμάτωρ.

Greek (Liddell-Scott)

προμήτωρ: Δωρ. προμάτωρ, ορος, ἡ, πρώτη μήτηρ γένους, ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ προπάτωρ, Κύπρις, ἅτ’ εἶ γένους προμάτωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 140, Εὐρ. Φοίν. 676. 828.

French (Bailly abrégé)

ορος (ἡ) :
aïeule maternelle.
Étymologie: πρό, μήτηρ.

Greek Monolingual

-ορος, ἡ, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προμάτωρ Α
1. η πρώτη μητέρα μιας γενιάς (α. «η κοινή προμήτωρ του ανθρώπινου γένους, η Εύα» β. «Κύπρις ἅτ' εἶ γένους προμάτωρ», Αισχύλ.)
νεοελλ.
η προγιαγιά
αρχ.
1. (ως αρσ.) προμήτωρ
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐκ μητρὸς πάππος»
2. προσωνυμία της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο-μήτωρ].

Greek Monotonic

προμήτωρ: Δωρ. -μάτωρ[ᾱ], -ορος, ἡ, η πρώτη μητέρα ενός γένους, όπως προπάτωρ, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προμήτωρ: дор. προμάτωρ, ορος (ᾱ) ἡ праматерь, прародительница Aesch., Eur., Luc.