προσεπικτάομαι

From LSJ
Revision as of 03:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπικτάομαι Medium diacritics: προσεπικτάομαι Low diacritics: προσεπικτάομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΚΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: prosepiktáomai Transliteration B: prosepiktaomai Transliteration C: prosepiktaomai Beta Code: prosepikta/omai

English (LSJ)

   A gain, acquire besides, τιμήν Arist.Rh.1367b14, cf. PGrenf.1.21.3 (ii B.C.), J.AJ15.6.7; π. Λυδοῖσί [τινας] add them to the Lydian realm, Hdt.1.29.

German (Pape)

[Seite 761] (s. κτάομαι), noch dazu erwerben, Her. 1, 29; Arist. rhet. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπικτάομαι: ἀποθ., ἐπικτῶμαι προσέτι, τιμὴν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 9, 31· πρ. Λυδοῖσί [τινας], προσθέτω [τινὰς] εἰς τὸ Λυδικὸν βασίλειον, Ἡρόδ. 1. 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
acquérir en outre, acc. : τισί τινας des peuples ou des pays qui s’ajoutent à d’autres.
Étymologie: πρός, ἐπικτάομαι.

Greek Monotonic

προσεπικτάομαι: μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ επιπλέον, σε Αριστ.· προσεπικτάομαι Λυδοῖσί (τινάς), τους προσαρτώ στο Λυδικό βασίλειο, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-επικτάομαι er nog bij verwerven.

Russian (Dvoretsky)

προσεπικτάομαι: сверх того приобретать (τιμήν Arst.): κατεστραμμένων τούτων καὶ προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῖσι Her. когда Крез покорил эти (народы) и присоединил их к лидянам.