Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσαγωγός

From LSJ
Revision as of 03:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰγωγός Medium diacritics: προσαγωγός Low diacritics: προσαγωγός Capitals: ΠΡΟΣΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: prosagōgós Transliteration B: prosagōgos Transliteration C: prosagogos Beta Code: prosagwgo/s

English (LSJ)

όν,

   A attractive, persuasive, τῇ ἀκροάσει Th.1.21 (Comp.); τὸ αὑτοῦ π. Pl.Def.415a; προσαγωγὸν μειδιᾶν Luc.DDeor.20.11: c. gen., exciting, π. ἐπιθυμιῶν αἰσχρῶν τέχναι D.H.2.28.    II Subst., = προσαγωγεύς 11, prob. in Anon.Hist. (FGrH153) p.825J.

German (Pape)

[Seite 747] zuführend, anziehend, reizend; Plat. def. 414 e; ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληθέστερον ξυνέθεσαν, Thuc. 1, 21, Schol. ἡδύτερον ὃ προσάγει; Sp., wie Luc. D. D. 20, 11.

Greek (Liddell-Scott)

προσαγωγός: -όν, ὡς τὸ ἐπαγωγός, ἑλκυστικός, θελκτικός, πειστικός, Θουκ. 1. 21, πρβλ. Πλάτ. Ὅρ. 414Ε˙ προσαγωγὸν μειδιᾶν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 11˙ μετὰ γεν., διεγείρων, διεγερτικός, πρ. ἐπιθυμιῶν τέχναι Διον. Ἁλ. 2. 28.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui amène à, inf. ; abs. persuasif;
Cp. προσαγωγότερος.
Étymologie: προσάγω.

Greek Monolingual

-ό / προσαγωγός, -όν, ΝΑ προσάγω
νεοελλ.
1. αυτός που πλησιάζει ένα πράγμα προς κάτι άλλο («προσαγωγοί μύες»
[ανατ.] μύες που φέρνουν ένα τμήμα του σώματος προς το μέσο επίπεδο ή προς τον άξονα ενός άκρου και, ειδικότερα, τρεις ισχυροί μύες του μηρού, ο μακρός προσαγωγός, ο βραχύς προσαγωγός και ο μέγας προσαγωγός)
2. (ανατ. -ιατρ.) χαρακτηρισμός ανατομικών στοιχείων που η λειτουργία τους ασκείται από την περιφέρεια προς το κέντρο ενός οργάνου, όπως είναι λ.χ. τα προσαγωγά αρτηρίδια τών μαλπιγγιανών σωματίων τών νεφρών
αρχ.
1. αυτός που διακρίνεται για την ικανότητά του να προσάγει, θελκτικός, ελκυστικός ή πειστικός («ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ αληθέστερον», Θουκ.)
2. διεγερτικός
3. το αρσ. ως ουσ. προσαγωγός
πιθ. προσαγωγεύς.

Greek Monotonic

προσαγωγός: -όν, ελκυστικός, πειστικός, σε Θουκ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσᾰγωγός: привлекательный, прелестный (γλαφυρὸς καὶ π. Luc.): ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον ἢ ἀληθέστερον Thuc. (писать) более изящно, чем правдиво.