στρουθίον

From LSJ
Revision as of 03:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρουθίον Medium diacritics: στρουθίον Low diacritics: στρουθίον Capitals: ΣΤΡΟΥΘΙΟΝ
Transliteration A: strouthíon Transliteration B: strouthion Transliteration C: strouthion Beta Code: strouqi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A στρουθός 1, Anaxandr.7, Arist.HA539b33, 613a29, LXX To.2.10, Ps.10(11).1, al., Ev.Matt.10.29, Gal.6.435; τὸ σ. ἡ συκαλίς Id.15.882; στρουθίν, Gloss.    II στρούθιον, v. στρούθειος 111.

German (Pape)

[Seite 956] τό, 1) dim. von στρουθός, Arist. H. A. 5, 2. 9, 7; Sperling, N. T., z. B. Ev. Matth. 10, 29. – 2) sc. ῥιζίον, Seifenkraut, zum Reinigen der Wolle gebraucht, βαφικὴ βοτάνη, Luc. Alex. 12; Thcophr. u. Diosc. – 3) στρουθία od. στρούθια μῆλα, auch στρούθειον, Birnquitte, nach Galen., de sanit. tuend. c. ult., τὰ Κυδωνίων μήλων τὰ μείζω καὶ ἡδίω καὶ ἧττον στρυφνά, ἃ στρούθια καλοῦσιν οἱ κατὰ τὴν ἡμετέραν Ἀσίαν Ἕλληνες; so auch Theophr. u. Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

στρουθίον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀντ.» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 4., 9. 7, 10. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), σμηκτρὶς βοτάνη, «σαπουνόχορτον», φυτὸν χρήσιμον εἰς κάθαρσιν ἐρίων, «τσουένι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· στρουθίου ῥίζα Ἱππ. 571. 54· κλαδίσκοςστέφανος ἐκ τοῦ φυτοῦ τουτου, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 2 (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως στρουθὸς ΙΙΙ), πρβλ. Ἀθήν. 679Β· φέρεται στρούθειον, (-εῖον διάφ. γρ.), Ὀρφ. Ἀργ. 963.

English (Strong)

diminutive of strouthos (a sparrow); a little sparrow: sparrow.

English (Thayer)

στρουθίου, τό (diminutive of στρουθός), a little bird, especially of the sparrow sort, a sparrow: Aristotle, h. a. 5,2, p. 539{b}, 33; 9,7, p. 613{a}, 33; the Sept. for צִפּור.) (Cf. Tristram in B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Sparrow; Survey of Western Palestine, 'Fauna and Flora,' p. 67f.)

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. στρουθί (II).

Russian (Dvoretsky)

στρουθίον: I τό воробышек, воробей Arst., NT.
II τό струтий (растение с красящим соком) Luc.