συγκαθιδρύω

From LSJ
Revision as of 03:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθιδρύω Medium diacritics: συγκαθιδρύω Low diacritics: συγκαθιδρύω Capitals: ΣΥΓΚΑΘΙΔΡΥΩ
Transliteration A: synkathidrýō Transliteration B: synkathidryō Transliteration C: sygkathidryo Beta Code: sugkaqidru/w

English (LSJ)

   A set up or dedicate with, τὸν Ἑρμῆν ταῖς Χάρισιν Plu.2.44d, cf. IG7.271 3.50 (Acraeph., i A.D., -καθειδρ-), Jul.Or.4.150d:—Pass., POxy. 1256.14 (iii A.D.); οἱ συγκαθιδρυμένοι θεοί IG5(1).497.17 (Sparta), cf. Str.9.2.29.

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἱδρύω), zugleich niedersetzen, zugleich weihen, τῇ Ἀφροδίτῃ τὸν Ἑρμῆν, Plut. praec. conj. prooem., de aud. 13.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθιδρύω: στήνω, ἱδρύω, ἀφιερώνω εἴς τινα, τὸν Ἑρμῆν ταῖς Χάρισιν Πλούτ. 2. 44Ε. -Παθ., οἱ συγκαθιδρυμένοι θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 1444. 6, πρβλ. Στράβ. 411.

French (Bailly abrégé)

consacrer une fondation en même temps ; τινί τινα à un dieu en même temps qu’à un autre.
Étymologie: σύν, καθιδρύω.

Greek Monolingual

Α καθιδρύω
1. ιδρύω κάτι προς τιμή κάποιου
2. αφιερώνω κάτι σε κάποιον («ἀλλὰ καὶ τὸν Ἑρμῆν ταῑς Χάρισιν οἱ παλαιοὶ συγκαθίδρυσαν», Πλούτ.).

Greek Monolingual

Α καθιδρύω
1. ιδρύω κάτι προς τιμή κάποιου
2. αφιερώνω κάτι σε κάποιον («ἀλλὰ καὶ τὸν Ἑρμῆν ταῑς Χάρισιν οἱ παλαιοὶ συγκαθίδρυσαν», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

συγκαθιδρύω: ставить (воздвигать) вместе, устанавливать рядом (τὸν Ἑρμῆν τῇ Ἀφροδίτῃ Plut.).