συνεκτρέφω

From LSJ
Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκτρέφω Medium diacritics: συνεκτρέφω Low diacritics: συνεκτρέφω Capitals: ΣΥΝΕΚΤΡΕΦΩ
Transliteration A: synektréphō Transliteration B: synektrephō Transliteration C: synektrefo Beta Code: sunektre/fw

English (LSJ)

   A rear up along with or together, τὸ γεννηθὲν κοινῇ μετ' ἐκείνου Pl.Smp.209c; σ. τοὺς παῖδας assist in bringing them up, Id.Mx.249a: metaph., πῦρ Plu.Brut. 31:—Pass., grow up with, συνεκτραφεὶς ἐμοί E.IT709, cf. And.1.48, Luc.Am.32.

German (Pape)

[Seite 1013] (s. τρέφω), mit od. zugleich aufziehen; συνεκτραφεὶς ἐμοί Eur. I. T. 709, wie Andoc. 1, 48; τοὺς παῖδας συνεκτρέφει αὐτή, Plat. Menex. 249 a; μετά τινος, Conv. 209 c; Sp., wie Luc. amor. 32 u. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκτρέφω: μέλλ. -θρέψω, ἀνατρέφω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τὸ γεννηθὲν κοινῇ μετ’ ἐκείνου Πλάτ. Συμπ. 209C· ξ. τοὺς παῖδας, συνεργῶ, βοηθῶ εἰς ἀνατροφὴν αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 249Α. ― Παθητ., ἐκτρέφομαι, αὐξάνομαι μετά τινος, «μεγαλώνω» ὁμοῦ, συνεκτραφεὶς ἐμοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 709, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 29, Λουκ. Ἔρωτ. 32.

French (Bailly abrégé)

nourrir ou élever avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐκτρέφω.

Greek Monolingual

Α ἐκτρέφω
1. ανατρέφω συγχρόνως
2. ανατρέφω από κοινού
3. μτφ. συντηρώ συγχρόνως («συνεκτρέφειν πῡρ», Πλούτ.).

Greek Monolingual

Α ἐκτρέφω
1. ανατρέφω συγχρόνως
2. ανατρέφω από κοινού
3. μτφ. συντηρώ συγχρόνως («συνεκτρέφειν πῡρ», Πλούτ.).

Greek Monotonic

συνεκτρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω μαζί ή από κοινού με, σε Πλάτ. — Παθ., αναπτύσσομαι, ανατρέφομαι με, τινί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συνεκτρέφω: 1) одновременно или вместе воспитывать, совместно взращивать (τι μετά τινος Plat.; συνεκτραφείς τινι Eur.);
2) помогать воспитать (τοὺς παῖδας Plat., Plut.; εὔνοια συνεκτρεφομένη Luc.).