φιλήνιος

From LSJ
Revision as of 06:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλήνιος Medium diacritics: φιλήνιος Low diacritics: φιλήνιος Capitals: ΦΙΛΗΝΙΟΣ
Transliteration A: philḗnios Transliteration B: philēnios Transliteration C: filinios Beta Code: filh/nios

English (LSJ)

ον, (ἡνία)

   A accepting the rein, ἵπποι A.Pr.465.

German (Pape)

[Seite 1277] dem Zügel folgend, gehorsam, ἵπποι Aesch. Prom. 463.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήνιος: -ον, (ἡνία) ὁ ὑπείκων εἰς τὸν χαλινόν, εὐήνιος, πειθήνιος, ὑφ’ ἅρμα τ’ ἤγαγον φιληνίους ἵππους Αἰσχύλου Προμ. 465.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le frein, docile.
Étymologie: φίλος, ἡνίον.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για άλογο) αυτός που υπακούει στα χαλινάρια, πειθήνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήνιος (< ἡνία «χαλινάρι»), πρβλ. χρυσ-ήνιος].

Greek Monotonic

φῐλήνιος: -ον (ἡνία), αυτός που ακολουθεί τα ηνία, πειθήνιος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φιλήνιος: любящий поводья, т. е. послушный поводьям (ἵπποι Aesch.).