καταλαλέω
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
pf.
A -λελάληκα A.D.Synt.323.7:—talk, babble loudly, τοῖς θύραζε ταῦτα κ. Ar.Ra.752; τινος before another, Luc.Asin. 12. II talk down, rail at, ἡμᾶς IG9(2).338.6 (Thess.); τινὰ πρὸς πάντας Plb.3.90.6; τὸ δόγμα Id.18.45.1; τινος D.S.11.44; ὑμῶν ὡς κακοποιῶν 1 Ep.Pet.2.12; τινὸς ψευδῆ LXXHo.7.13; κατά τινος ib. Ps.49(50).20:—Pass., ἐπί τινι Plb.27.13.2; to be outdone in speech, ὑπ' ἰδιωτῶν Phld.Rh.1.343S. 2 weary by talking, gloss on καταγλωττίζειν, Phryn.PSp.79B. 3 simply, interview, address a person, PHib.1.151 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1358] ausschwatzen, ausplaudern, τοῖς θύραζε ταῦτα Ar. Ran. 752; – gegen Einen sprechen, ihn beschuldigen, verläumden, τινὰ πρὸς πάντας ὡς ἀγεννῶς χρώμενον τοῖς πράγμασι Pol. 3, 90, 6. – Pass., Pol. 27, 12, 2; τοῦ Παυσανίου τῆς βαρύτητος D. Sic. 11, 44; LXX anklagen, auch κατά τινος u. κατά τινα. – Durch Geschwätz Einem lästig fallen, B. A. 46, 12.
Greek (Liddell-Scott)
καταλᾰλέω: λίαν λαλῶ, φλυαρῶ μεγαλοφώνως, διαλαλῶ, κοινολογῶ, τοῖς θύραζε ταῦτα κ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 752· τινος, ἐνώπιόν τινος, Λουκ. Ὄν. 12. ΙΙ. λαλῶ ἐναντίον τινός, συκοφαντῶ, κατηγορῶ, τινα Ψήφισμα τοῦ Κοϊνκτίου ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1770· τινα πρὸς πάντας ΠΟλύβ. 3.90, 6· τὸ δόγμα ὁ αὐτ. 18. 28, 1· τινος Διόδ. 11. 44· κατά τινος Ἑβδ. (Ψαλμ. ΜΓ΄, 18).- Παθ., καταλελαλημένος, καταβεβοημένος, Πολύβ. 27. 12, 2. 2) ὁμιλῶν πολὺ ἐνοχλῶ τινα, Β. Α. 46·- ὁ Φρύνιχ. ἑρμηνεύει τὸ καταγλωττίζειν διὰ τοῦ κ. και καταφορεῖν πολλοὺς λόγους.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 parler contre, déblatérer contre, blâmer;
2 parler devant, gén..
Étymologie: κατάλαλος.
English (Strong)
from κατάλαλος; to be a traducer, i.e. to slander: speak against (evil of).
English (Thayer)
καταλάλω; to speak against one, to criminate, traduce: τίνος (in classical Greek mostly with the accusative; in the Sept. chiefly followed by κατά τίνος), T Tr marginal reading WH, ἐν ᾧ καταλαλεῖσθε, wherein ye are spoken against).
Greek Monotonic
καταλᾰλέω: μέλ. -ήσω, μιλώ δυνατά, φλυαρώ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
καταλᾰλέω: 1) рассказывать, разбалтывать (τοῖς θύραζέ τι Arph.): κ. πολλά τινος Luc. рассказывать кому-л. всякую всячину;
2) наговаривать, злословить, хулить (τινα и τι Polyb.; τινος Diod.; ἀλλήλων NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-λαλέω doorkletsen, verklappen:. τί δὲ τοῖς θύραζε ταῦτα καταλαλῶν; wat, als je die (afgeluisterde) zaken aan buitenstaanders verklapt? Aristoph. Ran. 752. belasteren, kwaadspreken van, met gen.: καταλαλοῦσιν ὑμῶν ὡς κακοποιῶν zij belasteren u als boosdoeners NT 1 Pet. 2.12