κνηστίς

From LSJ
Revision as of 07:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηστίς Medium diacritics: κνηστίς Low diacritics: κνηστίς Capitals: ΚΝΗΣΤΙΣ
Transliteration A: knēstís Transliteration B: knēstis Transliteration C: knistis Beta Code: knhsti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A hollow hair-pin, Plu.Ant.86.

German (Pape)

[Seite 1460] ίδος, ἡ, κοίλη, bei Plut. Anton. 86 eine Art Frisir- oder Haarnadel, calamistrum; D. Cass. 51, 14, in derselben Erzählung, steht βελόνη dafür.

Greek (Liddell-Scott)

κνηστίς: -ίδος, ἡ, παρὰ Πλουτ. ἐν Ἀντων. 86, φαίνεται ὅτι ἦτο περόνη τις, δι’ ἧς ἡ Κλεοπάτρα συνεκράτη τὴν κόμην αὑτῆς οὖσα ἔνδοθεν κοίλη πρὸς ἀπόκρυψιν δηλητηρίου˙ καλουμένη βελόνη παρὰ τῷ Ξιφιλίν. σ. 56.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
aiguille à coiffer.
Étymologie: κνάω.

Greek Monolingual

κνηστίς, -ίδος, ἡ (Α) κνω
διακοσμητική καρφίτσα τών μαλλιών.

Russian (Dvoretsky)

κνηστίς: ίδος ἡ головная шпилька Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνηστίς, -ίδος, ἡ [κνάω] haarspeld.