κλώζω

From LSJ
Revision as of 07:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλώζω Medium diacritics: κλώζω Low diacritics: κλώζω Capitals: ΚΛΩΖΩ
Transliteration A: klṓzō Transliteration B: klōzō Transliteration C: klozo Beta Code: klw/zw

English (LSJ)

of the sound made by jackdaws, as κρώζω of crows, Poll. 5.89.    II make a similar sound in token of disapprobation, hoot, D.21.226, Alciphr.3.71, Phot.:—Pass., Aristid.Or.34(50).7, etc.; cf. κλώσσω.

German (Pape)

[Seite 1458] fut. κλώξω, glucken, eigtl. von den Dohlen, κολοιοί, Poll. 5, 89, u. von den Hennen (bei Suid. κλώσσω). – Mit der Zunge schnalzen, durch Anschlagen der Zunge an den Gaumen einen Ton hervorbringen, womit man z. B. Pferde zum Laufen antreibt; die Alten gaben dadurch ihr Mißfallen mit Schauspielern u. Rednern zu erkennen, VLL.; καὶ συρίττειν Dem. 21, 226, wie Alciphr. 3, 71.

Greek (Liddell-Scott)

κλώζω: μέλλ. κλώξω, ὡς τὸ Λατ. glocio, ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ποιοῦσιν οἱ κολοιοί, ὡς τὸ κρώζω ἐπὶ τῶν κοράκων, Κλήμ. Ἀλεξ. 82, Πολυδ. Ε΄, 89· πρβλ. κλώσσω. ΙΙ. ἐκβάλλω ὅμοιον ἦχον εἰς σημεῖον ἀποδοκιμασίας, συρίττω, Δημ. (ἴδε ἐν λέξ. συρίζω), Ἀλκίφρ. 3. 71· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστείδ. 2. 403, Συνέσ. 106C, Φώτ., κτλ. ― Πρβλ. κλωγμός.

French (Bailly abrégé)

prés. et impf. ἔκλωζον;
huer.
Étymologie: R. Κλωγ, crier.

Greek Monolingual

(AM κλώζω και κλώσσω)
(για το πτηνό κάργια) κράζω
νεοελλ.
(για όρνιθα) κακαρίζω
αρχ.
βγάζω κραυγή αποδοκιμασίας («ὑμῶν οἱ θεώμενοι τοῖς Διαυσίοις εἰσιόντ' εἰς τὸ θέατρον τοῦτον ἐσυρίττετε καὶ ἐκλώζετε», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας, όπως και το κρώζω. Από μεταπλασμό του τ. κλώσσω προήλθε το νεοελλ. κλωσσώ.
ΠΑΡ. κλωγμός, κλωσμός.

Greek Monotonic

κλώζω: μέλ. -ξω, κοάζω, κρώζω, λέγεται για κάργιες, καλιακούδες· έπειτα, ως ένδειξη αποδοκιμασίας, κρώζω, κακαρίζω, γιουχαΐζω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κλώζω: (fut. κλώξω) досл. клохтать, кудахтать, перен. освистывать или шикать (κ. καὶ συρίττειν Dem.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλώζω, onomat.; alleen praes. en imperf. 2 plur., met de tong klakken (als teken van afkeuring).