παγκαίνιστος

From LSJ
Revision as of 07:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκαίνιστος Medium diacritics: παγκαίνιστος Low diacritics: παγκαίνιστος Capitals: ΠΑΓΚΑΙΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: pankaínistos Transliteration B: pankainistos Transliteration C: pagkainistos Beta Code: pagkai/nistos

English (LSJ)

ον,

   A ever renewed, ever fresh, κηκίς A.Ag.960.

German (Pape)

[Seite 435] ganz erneu't, immer neu, πορφύρας κηκῖδα, Aesch. Ag. 968.

Greek (Liddell-Scott)

παγκαίνιστος: -ον, ἀείποτε ἀνακαινιζόμενος, πάντοτε νέος, κηκὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 960.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entièrement renouvelé, toujours nouveau.
Étymologie: πᾶς, καινίζω.

Greek Monolingual

παγκαίνιστος, -ον (Α)
αυτός που ανακαινίζεται συνεχώς, ο διαρκώς νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καινίζω.

Greek Monotonic

παγκαίνιστος: -ον, πάντα ανακαινισμένος, πάντα φρέσκος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

παγκαίνιστος: постоянно возобновляющийся, т. е. неисчерпаемый (πορφύρας κηκίς Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκαίνιστος -ον [πᾶς, καινίζω] altijd fris.