πατροπαράδοτος
English (LSJ)
ον,
A handed down from one's fathers, inherited, ἡ μικρὰ καὶ π. οὐσία D.H.5.48 ; ἡ π. ἡγεμονία D.S.17.4 ; ἀναστροφή 1 Ep.Pet. 1.18 ; Ζεύς OGI331.49 (Pergam., ii B. C.), παρέχεσθαι π. τὰν εὔνοιαν CIG 2134b4 (prob.), cf. IG 12 (5).860.4 (Tenos).
German (Pape)
[Seite 536] von den Vätern oder Vorfahren überliefert, hinterlassen; D. Sic. 17, 4; οὐσία, D. Hal. 5, 48; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πατροπαράδοτος: -ον, ὁ ἐκ τοῦ πατρὸς ἢ τῶν προγόνων διαδοχικῶς παραδοθεὶς ἢ παραληφθείς, κληρονομικός, ἡ μικρὰ καὶ π. οὐσία Διον. Ἁλ. 5. 48· ἡ π. ἡγεμονία Διόδ. 17. 4· παρέχεσθαι π. τὰν εὔνοιαν Συλλ. Ἐπιγρ. 2134b. 4, πρβλ. 2324 4. - Ἐπίρρ. -τως, Φώτ.
Spanish
transmitido por los padres, heredado
English (Strong)
from πατήρ and a derivative of παραδίδωμι (in the sense of handing over or down); traditionary: received by tradition from fathers.
English (Thayer)
πατροπαραδοτον (πατήρ and παραδίδωμι), handed down from one's fathers or ancestors: Buttmann, 91 (79)). (Diodorus 4,8; 15,74; 17,4; Dionysius Halicarnassus, Antiquities 5,48; Theophil. ad Autol. 2,34; Eusebius, h. c. 4,23, 10; 10,4, 16.)
Greek Monolingual
-η, -ο / πατροπαράδοτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει παραδοθεί από τους πατέρες, από τους προγόνους, που έχει μεταβιβαστεί διαδοχικά, ο κληρονομικός από παράδοση
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πατροπαράδοτο
(ενν. πράγμα) παράδοση, προγονική κληρονομιία
2. (ιδίως ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τα πατροπαράδοτα
α) το σύνολο των παραδόσεων
β) το σύνολο τών παλαιών αντιλήψεων, σε αντίθεση με τις σύγχρονες, με τους νεωτερισμούς («μένουμε πιστοί στα πατροπαράδοτα»).
επίρρ...
πατροπαραδότως ΝΜ και πατροπαράδοτα Ν
με τρόπο πατροπαράδοτο, κληρονομικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -παράδοτος (< παραδίδωμι), πρβλ. ετοιμο-παράδοτος, θεο-παράδοτος].
Russian (Dvoretsky)
πατροπαράδοτος: унаследованный от отца или отцов (ἡ ἡγεμονία Diod.; ματαία ἀναστροφή NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατροπαράδοτος -ον [πατήρ, παράδοτος] van de voorouders geërfd.