σιαλώδης

From LSJ
Revision as of 08:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐᾰλώδης Medium diacritics: σιαλώδης Low diacritics: σιαλώδης Capitals: ΣΙΑΛΩΔΗΣ
Transliteration A: sialṓdēs Transliteration B: sialōdēs Transliteration C: sialodis Beta Code: sialw/dhs

English (LSJ)

ες, (σίαλον)

   A like slaver, slavering, Hp.Morb. Sacr.5, D.P.791.    II (σίαλος) fat, σκυλάκια Hp.Steril.217.

German (Pape)

[Seite 877] ες, speichelartig, voll Speichel, Geifer, Sp.; – fettartig, fettig, schmalzig, χύλος, D. Per. 791.

Greek (Liddell-Scott)

σιᾰλώδης: -ες, (σίαλον) ὁ ὅμοιος πρὸς σίαλον, παράγον σίαλον, λιπαρός, Ἱππ. 304. 51, Διον. Π. 791. ΙΙ. (σίαλος) ὁ ὅμοιος μὲ πάχος, παχύς, Ἱππ. 678. 31.

Greek Monolingual

(I)
-ες / σιαλώδης, -ῶδες, ΝΑ σίαλον
αυτός που είναι όμοιος ως προς τη μορφή ή τη σύσταση με το σάλιο
2. γεμάτος σάλιο
3. αυτός που παράγει σάλιο.———————— (II)
-ῶδες, Α σίαλος (ΙΙ)]
ο όμοιος με πάχος, όμοιος με λίπος, λιπαρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιαλώδης -ες [σίαλον, -είδης] slijmerig.