σῦφαρ

From LSJ
Revision as of 09:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῦφαρ Medium diacritics: σῦφαρ Low diacritics: σύφαρ Capitals: ΣΥΦΑΡ
Transliteration A: sŷphar Transliteration B: syphar Transliteration C: syfar Beta Code: su=far

English (LSJ)

τό,

   A a piece of old or wrinkled skin, Sophr.55, Call.Fr.49; Slough of a serpent, Luc.Herm.79, cf. Phryn.PS p.114 B.    2 skim of milk, = γραῦς 11, Sch.Nic.Al.91, Hsch.    3 wrinkled fig, Id.    II as Adj., σῦφαρ, ὁ, ἡ, wrinkled, decrepit, Lyc.793; between ὠμογέρων and πέμπελος, prob. in Gal.6.379 (cf. Berl.Sitzb.1924.100).

German (Pape)

[Seite 1046] τό, jede alte, runzelige Haut, Callim.; bes. die, welche die sich häutenden Schlangen und Insekten abstreifen, Luc. Herm. 79. – Auch die Haut auf der Milch, sonst γραῦς. – Als adj. = sehr alt, σῦφαρ θανεῖται, Lycophr. 793; γέρων, ὑπεργέρων, ὁ λίαν γεγηρακώς, E. M

Greek (Liddell-Scott)

σῦφαρ: τό, ταμάχιον παλαιοῦ καὶ ἐρρυτιδωμένου δέρματος, Σώφρων παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 736, Καλλ. Ἀποστ. 49· τὸ ἔνδυμα, ἤτοι τὸ ὑποκάμισον τοῦ ὄφεως, Λατιν, exuviae, Λουκ. Ἑρμότ. 79, πρβλ. Α. Β. 66. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος ἀφρῶδες, τὸ ἄνθος τοῦ γάλακτος, = γραῦς, Ἡσύχ. 3) σῦκον ἐρρυτιδωμένον, ὁ αὐτ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. σῦφαρ, ὁ, ἡ, ἐρρυτιδωμένος, καταπεπονημένος, λίαν γεγηρακώς, Λυκοῦργ. 793.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
indécl.
vieille peau dont se dépouillent les reptiles, les insectes.
Étymologie: DELG étym. obscure ; pê emprunté à la même langue que le lat. suber « liège ».

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. κομμάτι παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος
2. ως επίθ. ὁ, ἡ σῦφαρ
ρυτιδωμένος, γερασμένος
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ ἐπὶ τοῡ γάλακτος ἀφρῶδες, ἄνθος τοῡ γάλακτος, γραῡς»
β) «συκον ἐρρυτιδωμένον»
4. φρ. «σῡφαρ τοῡ ὄφεως» — το δέρμα του φιδιού (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. σῦφαρ και το λατ. sũber «φελλός, δρυς» αποτελούν παράλληλα δάνεια από μια κοινή ρίζα με αρκτικό σ-. Η άποψη αυτή όμως προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής -φ-/ -b- στους δύο τ., αντίστοιχα].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῦφαρ, τό, geen verbogen vormen afgeworpen huid.