συναφορίζω

From LSJ
Revision as of 13:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναφορίζω Medium diacritics: συναφορίζω Low diacritics: συναφορίζω Capitals: ΣΥΝΑΦΟΡΙΖΩ
Transliteration A: synaphorízō Transliteration B: synaphorizō Transliteration C: synaforizo Beta Code: sunafori/zw

English (LSJ)

   A mark off together, ἅμα τοῖς ὅλοις τὰ μέρη Plu.2.425b.

German (Pape)

[Seite 1006] mit od. zugleich abgrenzen, unterscheiden, Plut. def. or. 27.

Greek (Liddell-Scott)

συναφορίζω: συναποχωρίζω, ξεχωρίζω ὁμοῦ, ἅμα τινὶ Πλούτ, 2. 425Β.

French (Bailly abrégé)

délimiter ou séparer en même temps ou ensemble.
Étymologie: σύν, ἀφορίζω.

Greek Monolingual

Α
1. ξεχωρίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. τιμωρώ κάποιον ταυτόχρονα με άλλον
3. αφορίζω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφορίζω «καθορίζω, ξεχωρίζω, εξοστρακίζω»].

Russian (Dvoretsky)

συναφορίζω: одновременно отграничивать, отмежевывать (ἅμα τοῖς ὅλοις τὰ μέρη Plut.).