σύμβωμος

From LSJ
Revision as of 13:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμβωμος Medium diacritics: σύμβωμος Low diacritics: σύμβωμος Capitals: ΣΥΜΒΩΜΟΣ
Transliteration A: sýmbōmos Transliteration B: symbōmos Transliteration C: symvomos Beta Code: su/mbwmos

English (LSJ)

ον,

   A sharing the altar, worshipped on a common altar, θεοί Sammelb.7470.7 (iii/ii B.C.), SIG1126.5 (Delos, ii/i B.C.), CIG 2230 (Chios), Str.11.8.4, etc., cf. σύνναος; σ. τινί Trag.Adesp.143, Plu.2.492c.

German (Pape)

[Seite 980] auf einem Altar zugleich verehrt, Plut. frat. am. E. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύμβωμος: -ον, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ βωμῷ λατρευόμενος, θεοὶ Στράβ. 512· σύμβωμός ἐστιν Ἰόλαος αὐτῷ (δηλ. τῷ Ἡρακλεῖ) Πλούτ. 2. 492C, κτλ.· πρβλ. σύνναος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adoré sur le même autel.
Étymologie: σύν, βωμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για θεό) αυτός που λατρεύεται στον ίδιο βωμό μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -βωμος (< βωμός), πρβλ. ὁμό-βωμος].

Greek Monotonic

σύμβωμος: -ον, αυτός που λατρεύεται στον ίδιο βωμό με κάποιον άλλο, λέγεται για θεούς ή ημιθέους, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

σύμβωμος: чтимый пред тем же алтарем, имеющий общий алтарь (τινι Plut.).