ἰδέ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
[ῐ], Ep. Conj.,= ἠδέ,
A and, Il.4.147, al., Emp.20.7, etc., prob. l. in S.Ant.969 (lyr.). II Cypr., then, in that case, Inscr.Cypr.135.12 H. (Prob. fr. the demonstrative stem i- (cf. Lat. is) and δέ.)
German (Pape)
[Seite 1235] ion. u. ep. = ἠδέ, und, Hom., bei dem die letzte Sylbe, wenn sie nicht elidirt wird, gewöhnl. durch die Vershebung lang wird. Auch Soph. Ant. 956 ch., als einziges Beispiel der Tragg.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδέ: Ἐπικ. σύνδεσμ. = ἠδέ, καί, Ὅμ., Ἡσίοδ.˙ ἅπαξ δὲ καὶ παρὰ Σοφ. (Ἀντ. 969) ἐν δακτυλικῷ στίχῳ, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. υυ˙ ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον (οὐχὶ πάντοτε, ἴδε ἐν Ἰλ. Ξ. 175, Τ. 285) ποιεῖ τὴν λήγουσαν θέσει μακρὰν καὶ ἐν τῇ τομῇ. - Ἡ λέξις φαίνεται ὅτι εἶχε τὸ δίγαμμα, ϝιδέ: ἐντεῦθεν τὰ Ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ ἰδὲ καὶ ἠδὲ μετὰ βραχέα φωνήεντα, ὡς, κνῆμαί τε ἰδέ... ἢ κνῆμαί τε ἠδέ.., ᾤχοντο ἠδέ... (Ἰλ. Δ. 147, 382), κτλ..
French (Bailly abrégé)
1conj.
et.
Étymologie: cf. ἠδέ.
2ou ἴδε;
2ᵉ sg. impér. ao.2 de ὁράω, v. *εἴδω.
English (Autenrieth)
=ἠδέ, and.
Greek Monotonic
ἰδέ: προστ. αορ. του εἶδον, δες, κοίταξε, σε Όμηρ.· μεταγεν. ἴδε.
ἰδέ: [ῐ], Επικ. σύνδ. ἠδέ, και, σε Όμηρ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἰδέ: I (у Hom. в арсисе ε долгое) ион. (= ἠδέ) conj. и, а также: εὐρύτερος ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν Hom. шире плечами да и грудью; ἀκταὶ Βοσπόριαι ἰδ᾽ ὁ Θρῃκῶν Σαλμυδησσός Soph. берега Боспора и Салмидесса Фракийского.
Russian (Dvoretsky)
ἰδέ: II и ἴδε [эп. imper. aor. к εἶδον от *εἴδω: ἴδε ἔργον Hom. наблюдай (как пойдет) дело; ἴδε πῶμα Hom. смотри за крышкой, т. е. следи, чтобы сундук был закрыт; ἴδε ὑγιὴς γέγονας NT вот ты выздоровел.