Μολοσσός

From LSJ
Revision as of 23:20, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μολοσσός Medium diacritics: Μολοσσός Low diacritics: Μολοσσός Capitals: ΜΟΛΟΣΣΟΣ
Transliteration A: Molossós Transliteration B: Molossos Transliteration C: Molossos Beta Code: *molosso/s

English (LSJ)

Att. Μολοττός, όν, Molossian,

   A ὄργανον Simon.31; γάπεδα A.Pr.829, cf. Hdt.1.146, al.:—fem. Μολοσσίς, Att. Μολοττίς, ίδος, Poll. 5.39; ἡ Μολοσσίς (sc. γῆ) Molossia, Plu.2.297b: also Μολοσσία, ἡ, Pi.N.7.38; Μολοσσικός, Att. Μολοττικός, ή, όν, χεῖρες S.Fr.795; κύων M. a kind of wolf-dog used by shepherds, Ar.Th.416.    II μολοσσός, ὁ, in Metric, the foot, D.H. Comp.17, Heph.3.2, 11.2.

Greek (Liddell-Scott)

Μολοσσός: Ἀττ. -ττός, όν, ἀνήκων εἰς τὴν Μολοσσίαν, ὁ τῆς Μολοσσίας, Μολοσσικός, Σιμων. 38, Αἰσχύλ. Πρ. 829, Ἡρόδ. 1. 146, κ. ἀλλ.· ‒ θηλ. Μολοσσίς, Ἀττ. -ττίς, ίδος, Πολυδ. Εʹ, 39· ἡ Μολοσσὶς (ἐξυπ. γῆ) ἡ Μολοσσία, Πλούτ. 2. 297Β· οὕτω Μολοσσία, Πινδ. Ν. 7. 56, κτλ.· ‒ ὡσαύτως Μολοσσικός, Ἀττ. -ττικός, ή, όν, Σοφ. Ἀποσπ. 894· κύων Μ., εἶδος μεγάλου ἀγρίου καὶ λυκοειδοῦς κυνός, ὃν μετεχειρίζοντο οἱ ποιμένες, Ἀριστοφ. Θεσμ. 416. ΙΙ. μολοσσός, ὁ, ἐν τῇ προσῳδίᾳ, ποὺς ἐκ τῶν τριῶν μακρῶν συλλαβῶν, (‒ ‒ ‒), π.χ. ἠλώμην, Ἡφαιστ. 11. 3.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
du pays des Molosses ; οἱ Μολοσσοί les Molosses, peuple de la Molossie.

English (Slater)

Μολοσσός
   1 Molossian Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ' ὄργανον Μολοσσόν (“instrumentum, conveniens Molossicae ἐμμελείᾳ,” Casaubon, cf. Athenaeus, 629D) *fr. 107. b2.*

Greek Monotonic

Μολοσσός: Αττ. -ττός, -όν, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την περιοχή της Μολοσσίας, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· θηλ. Μολοσσία (ενν. γῆ), σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

Μολοσσός: атт. Μολοττός 3 молосский (γῆς πέδα Aesch.): Μ. πούς молосская (стихотворная) стопа (‒‒‒).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a people of Epirus (Hdt.).
Derivatives: Μολοσσία, -ίς the land. μολοσσικός is used of a type of shepherd's dogs (Ar. Th. 416).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. Prob. Pre-Greek.