δρῖλος
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
ὁ, expld. by Lat.
A verpus, sens. obsc., AP11.197 (Lucill.); δρεῖλος, Supp.Epigr.2.353 (Amphissa).
German (Pape)
[Seite 667] ὁ, der Regenwurm. Bei Lucill. 8 (XI, 197) wird es λειπόδερμος erkl., fellator.
Greek (Liddell-Scott)
δρῖλος: ὁ, λιπόδερμος, ψωλός, Λατ. verpus, Ἀνθ. Π. 11. 197. 2) ἕλμινς, σκώληξ τῆς γῆς, Ἐπιγράμμ.
Spanish (DGE)
-ον
sent. dud., quizá con el pene erecto como sinón. de licencioso, vicioso en un juego de palabras ἤθελε «δριμὺς» ἄγαν τὸ πρόσθ' Ἱερώνυμος εἶναι· νῦν δὲ τὸ «δρὶ» ἔχει, «λὸς» δὲ τὸ «μὺς» γέγονεν AP 11.197 (Lucill.), cf. uerpus· δ. Gloss.2.206.
Greek Monolingual
ο (Α δρίλος)
νεοελλ.
μικρό κολεόπτερο έντομο με επίμηκες σώμα και κεραίες σαν φτερά
το αρσενικό έχει φτερά, ενώ το θηλυκό δεν έχει και είναι πολύ μεγαλύτερο (οικογένεια δριλίδες)
αρχ.
1. φιλήδονος
2. ονομασία σκουληκιού.
Russian (Dvoretsky)
δρῖλος: ὁ дождевой червь Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: unknown, circumcised man (= verpus in Latin glosses) (AP, Amphissa; on the meaning Diels IF 15, 4-6.).
Derivatives: δρίλακες βδέλλαι H. (Chantr. Form. 380).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. M. Scheller in Pok. 208 adduces δριάουσαν θάλλουσαν H. which like δριάεντα χλωρά is based on δρίος, pl. δρία bush, shrubs; the supposed meaning swelling, Schwellender (from where both circumcized man [: penis] as leech) is quite in the air. - Against H. Petersson (Arm. titeṙn crocodile) Kretschmer Glotta 14, 229. Other attempts by von Loewenthal WuS 10, 186 and Sapir Lang. 15, 185. See Bq. and κροκόδιλος; see also Diels l.c. (unclear to me).