κάχρυς
English (LSJ)
ῠος (acc.
A κάχρυδα Dieuch. ap. Orib.4.7.7, gen. υδος ib.20), ἡ, parched barley, Cratin.274, Hp.Mul.1.97, Ar.Nu.1358, V.1306, Gal.11.404. 2 winter-bud, Thphr.HP3.5.5, 5.1.4: acc.pl., τὰς κάχρυς ib.3.14.1. II neut. κάχρυ, τό, fruit of λιβανωτίς, ib.9.11.10, Ph.Bel.86.23, Dsc.3.74 (v.l. κάγχρυς); also, the whole plant, Ps.- Dsc.l.c.; κάχρυος ῥίζα Hp.Nat.Mul.32, Philum.Ven.6.1.
German (Pape)
[Seite 1409] υος, ἡ (richtigere Schreibart für κάγχρυς ), geröstete Gerste, Ar. Nubb. 1358; φρύγουσιν ἤδη τὰς κάχρυς τοῖς κύρβεσιν Plut. Sol. 25; Strab. XV, 731; ὥςπερ καχρύων ὀνίδιον εὐωχημένον Ar. Vesp. 1304; Sp. – Die Frucht- oder Blüchenähre des Rosmarin u. ähnlicher Pflanzen, Theophr. – Der Ansatz zu den Blüthenkätzchen am Nußbaum u. anderen Bäumen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κάχρυς: (οὐχὶ κάγχρυς), ῠος, ἡ, ἐξηραμμένη ἢ πεφρυγμένη κριθὴ (πρὸς εὐχερεστέραν ἀλευροποιΐαν, Εὐστάθ.), ἐξ ἧς κατασκευάζετο ἡ χονδροαλεσμένη κριθὴ (ἄλφιτα), Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 139, Ἀριστοφ. Σφ. 1306, Νεφ. 1358. ΙΙ. ἐπὶ διαφόρων σπόρων, ὁ κυψελώδης καρπὸς τῆς λιβανωτίδος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10, Διοσκ. 3. 87· τὰ ἐξωτερικὰ περιβλήματα ἢ τὰ ἄνθη (amenta) καρύων καὶ ἄλλων τοιούτων καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4., 14. 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
I. orge grillée, d’ord. au pl. αἱ κάγχρυες;
II. p. anal. 1 graine sèche de certaines plantes (romarin, etc.);
2 bourgeon de certains arbres (pin, etc.).
Étymologie: cf. κέγχρος.
Greek Monolingual
κάχρυς, -ος, ἡ (Α)
1. το καρβουντισμένο κριθάρι
2. τα εξωτερικά περιβλήματα καρπών
3. (για φυτό) α) κάλυκας
β) βλαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κάχρυς, όπως και το κάχρυ, συνδέεται πιθ. με κέγχρος. Η υπόθεση κατά την οποία συνδέονται με τη λ. κάγκονος «ξηρός», παρά τη σημασιολογική συγγένεια, δεν φαίνεται πιθανή, λόγω της παρουσίας του δασέος συμφώνου].
Greek Monotonic
κάχρῠς: -ῠος, ἡ, καψαλισμένο, καβουρντισμένο κριθάρι, από το οποίο φτιαχνόταν το κριθάρι του οποίου οι σπόροι γίνονταν στρογγυλοί με το τρίψιμο (ἄλφιτα), σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάχρυς -υος, ἡ [~ κέγχρος] acc. plur. κάχρυς, gerst (graansoort).
Russian (Dvoretsky)
κάχρῠς: ῠος (ᾱ) ἡ преимущ. pl. сушеные ячменные зерна Arph., Cratinus ap. Plut.
Frisk Etymological English
-υος
Grammatical information: f.
Meaning: parched barley (IA.), winter-bud (Thphr.); κάχρυ n. fruit of the frankincense-tree, also the tree itself (Hp., Thphr., Dsc.).
Other forms: -υδος, -υδα Dieuch. ap. Orib.
Compounds: As 1. member καχρυο-φόρος with winter-buds (Thphr.), καχρυ-φόρος carrying κάχρυ (Nic.; adjunct of λιβανωτίς).
Derivatives: καχρυώδης like winter-buds (Thphr.), καχρυόεις = καχρυφόρος (Nic.); καχρύδια pl. chaff of the κάχρυς (Arist.; on the formation Chantraine Formation 70), καχρυδίας m. κάχρυς-like (πυρός, Thphr.), made of κάχρυς (ἄρτος, Poll.); καχρυδιάζομαι bud in winter (Cat. Cod. Astr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Since Persson Studien 103 and 124 connected with κέγχρος millet. However, the meaning points rather towards parched, dry, which suggests connection with κάγκανος; but this is prohibited by the χ. - Fur. 277 points to κάγχρυς (-ύδιον, -υδίας); this would give *ka(g)g(h)ru-, with prenasalization; he also connects κέγχρος, but see the objection above and s.v.