κόππα
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
τό, = Hebr. <*> (Koph), a letter (Ϙ, ϙ) standing between π and ρ in early Greek alphabets, IG14.2420, etc.; later displaced by κ, but surviving in Latin as Q and retained in Greek as a numeral = 90, e.g. PSI8.958.24 (iv A. D.): prov.,
A οὐδὲ κόππα γιγνώσκων Parmeno 1.
German (Pape)
[Seite 1483] τό, ein Buchstabe des althellenischen Alphabets, der in das später üblich gewordene nicht aufgenommen wurde, dessen Schriftzeichen. sich aber auf korinthischen u. syrakusischen Münzen erhalten hat; es stand ursprünglich zwischen Π u. Ρ, dem phönicischhebräischen Koph u. dem lateinischen q entsprechend, u. deshalb auch später noch als Zahlzeichen 90 bedeutend. – Von einem dummen Menschen sagt Parmeno bei Ath. V, 221 a οὐδὲ κόππα γιγνώσκων.
Greek (Liddell-Scott)
κόππα': τό, γράμμα (Ϙ ϙ) τι τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ὅπερ δὲν περιελήφθη ἐν τῷ Σαμο-Ἀθηναϊκῷ ἀλφαβήτῳ, (διότι τὸ κάππα ἐχρησιμοποιήθη ἀντί τοῦ κόππα)· ἐν ἀρχαίαις ἐπιγραφαῖς ἀπαντᾷ ὡς τὸ πρῶτον γράμμα τῆς λέξεως Κόρινθος, οἷον ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 29· και παριστᾷ ταύτην τὴν πόλιν ἐπὶ νομισμάτων αὐτῆς τε καὶ τῶν ἀποικιῶν αὐτῆς, ἰδίως τῶν Συρακουσῶν καὶ τῆς Κρότωνος. Διετηρήθη δὲ ὡς ἀριθμητικὸν σημεῖον = 90, μεταξύ τοῦ π (80), καὶ ρ (100)· τοῦτο δὲ δεικνύει ὅτι ἦτο ταὐτὸν τῷ Ἑβραϊκῷ Ϟ (Koph) καὶ τῷ Λατ. Q, πρὸς ἃ ἀντιστοιχεῖ καὶ κατὰ τὸ σχῆμα, πρβλ. σταῦ, σαμπῖ· ― παροιμ. οὐδὲ κόππα (ἢ κάππα) γιγνώσκων Παρμ. παρ’ Ἀθην. 221Α.
Τὸ κόππα (Ϙ ϙ), γράμμα τοῦ πάλαι Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, ὅπερ ἀπαντᾷ μὲν ἐν ἐπιγραφαῖς καὶ ἔν τισι διαλέκτοις ὡς ἕτερον κ, περιεσώθη δ’ ὡς «παράσημον» ἢ ἀριθμὸς ϙ΄= 90. Ὤφειλε δὲ τὸ ὄνομα «κόππα» νὰ γράφηται «ϙόππα», καθ’ ὅσον «πᾶν στοιχεῖον ἀφ’ ἑαυτοῦ ἄρχεται» (Σχόλ. εἰς Διον. Θρᾷκα 325, 6). Ἐπειδὴ δὲ ὡς γράμμα τὸ σύμβολον ϙ εὕρηται σχεδὸν ἀείποτε πρὸ τοῦ Ο καὶ Υ (ὅπερ Υ τότε ἐξεφωνεῖτο ὡς ου), ἔτι δὲ καὶ πρὸ συμφώνων, συνάγεται ὅτι προεφέρετο ὡς τὸ καθ’ ἡμᾶς κ ὑπὸ τὰς αὐτὰς συνθήκας, ἤγουν ὡς λαρυγγικὸν κ (ἐν ταῖς λέξεσι κάτω, κώμη, κρίσις, κτῆμα). Παραδείγματα· ϙόραξ, ϙοσμία, ὅρϙον, Γλαῦϙος, ϙορινθόθεν, γλαυϙώπιδι, ϙούρῃ, Ϝεϙόντας, Ἀρκαδιϙόν, Εὔδιϙος, Καλιϙόμη, Λύϙος, ϙουφαγόρας, ϙύϙνος, λήϙυθος, ϙυνίσϙος, Λοϙρός, ϙλυτώ, Πάτροϙλος, Ἕϙτωρ, κτλ. ― Τὸ ϙ σπάνιον ὂν ἤδη ἐν αὐτῇ τῇ δοκίμῳ ἀρχαιότητι ἐξετοπίσθη ὑπὸ τοῦ κ ὅπερ ἀνέκαθεν εἶχε καὶ λαρυγγικὸν καὶ οὐρανικὸν φθόγγον (οἷον ἐν τοῖς κόπτω, κράζω, κτῆνος ― κελεύω, κεῖμαι, κέρδος, κῆπος. Παλαιότεραι μαρτυρίαι. ϙuintil. I, 4, 9. ϙ, cuius similis effectu specieϙue (nisi ϙuod paullum a nostris obliϙuatur) Koppa apud Graecos nunc tantum in numero manet. ― Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 23· κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακτο τὸ κ στοιχεῖον… καὶ παρὰ γραμματικοῖς οὕτω διδάσκεται, καὶ καλεῖται κόππα ἐνενήκοντα. ― Ἡσύχ. κοππατίας· ἵππος κεκαυμένος, ἐντετυπωμένον ἔχων σημεῖον τὸ κόππα. ― Σουΐδ. κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακται (; -ο) στοιχεῖον… παρὰ γὰρ τοῖς γραμματισταῖς οὕτω διδάσκεται, καὶ καλεῖται κόππα ἐνενήκοντα. ― Σχόλ. εἰς Διονύσ. Θρᾷκα 496, 5· γράμματα δὲ καὶ παρὰ Χαλδαίοις καὶ Αἰγυπτίοις καί τινα ἕτερα, τὸ δίγαμμα καὶ τὸ κόππα καὶ τὸ καλούμενον παρακύϊσμα. ― Α. Ν. Γιάνναρης.
French (Bailly abrégé)
(τὸ) indécl.
qoppa, ancienne lettre de l’alphabet grec, figurée par le signe Ϟ, placée originairement entre le π et le ρ, répondant au Q latin et au Koph hébreu. Elle fut employée plus tard comme chiffre valant 90.
Étymologie: orig. sémit.
Greek Monolingual
το (Α κόππα)
γράμμα τών πρώιμων ελληνικών αλφαβήτων μεταξύ του π και του ρ, που ισοδυναμούσε ηχητικά με το κ και διασώθηκε μόνο σε επιγραφές, πάντοτε πριν από O ή Υ, (π.χ. όρινθος)
αρχ.
1. παροιμ. «οὐδὲ κόππα γιγνώσκων» — λεγόταν για εντελώς αδαή άνθρωπο
2. πάπ. ως αριθμητικό σύμβολο παρίστανε τον αριθμό 90 και ήταν αντίστοιχο με το εβραϊκό koph.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως, βλ. εγκυκλ. λ. κάππα.
Greek Monotonic
κόππα: τό, γράμμα της ελλ. αλφαβήτου (Ϙ) που διατηρήθηκε ως αριθμητικό = 90, μεταξύ του π (80) και του ρ (100)· και αυτό δείχνει ότι ήταν το ίδιο όπως το Εβρ. ק (Koph) και το Λατ. Q· πρβλ. σταῦ, σάμπι.
Russian (Dvoretsky)
κόππα: τό indecl. коппа (арх. буква греч. алфавита, имевшая начертание Ϟ, произносившаяся как κ и занимавшая в алфавите место между π и ρ; впосл., в начертании ƹ, стала обозначать 90).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: name of the character q, which stood origin. in the alphabet between π and ρ (Parmeno 1); also sign for 90 (pap.).
Derivatives: κοππατίας m. horse, with a koppa burned in (Ar.; with allusion to κόπτω; cf. στιγματίας), also κοππα-φόρος (Luc.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: From Phoenician; cf. Hebr. qōph.